Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Στον καμβά της νοσταλγίας

Με καρτερούσες καιρό
με τα πανιά σου μεσίστια
και τις άγκυρες χαμένες
ν’ αρμενίζεις στα κύματα
ζωγραφίζοντας όνειρα
και φιλιά πετρωμένα
στον καμβά της νοσταλγίας. 

Με τριγύριζες αθέατη
σαν σκιά μες στη νύχτα
καράβι δίχως προορισμό
να διασχίζεις ποιήματα
καλυμμένα με σκόνη
να σκαρώνεις παιχνίδια του νου
με τον φόβο και τ’ άγνωστο
και να ντύνεσαι έρωτας
και ανάλγητος θάνατος
καρτερώντας το φως
απ’ τα βάθη υγρών
και αφεύγατων πόθων.


Τάκης Τσαντήλας 

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024

Κριτική αποτίμηση στην ποιητική συλλογή της Μαρίας Αργυρακοπούλου «Αποτυπώματα στο πουθενά»

Η Μαρία Αργυρακοπούλου, μάς συστήθηκε, εκδοτικά, ως ποιήτρια το 2019 με την ποιητική συλλογή της «Αποτυπώματα στο πουθενά» από τις «Χρόνος Εκδόσεις». Μια συλλογή αξιόλογη με δομημένο λυρικό λόγο, όμορφους συμβολισμούς, αγγίζει με ιδιαίτερο και προσωπικό τόνο τις υπαρξιακές, κοινωνικές και ερωτικές αναζητήσεις της μέσα από βιωμένες καταστάσεις, μνήμες, προσμονές και ματαιώσεις. 

“Με σημαία τον ασύνορο λόγο  [σελ. 5]
στο άπειρο πορευόμαστε
της ελπίδας.”
 
Ο ασύνορος λόγος που στήνει γέφυρες στο άπειρο ανιχνεύοντας την ελπίδα της ουσιαστικής ζωής. Η ποιήτρια αναδεικνύει στα «Αποτυπώματα’ την αντίθεση και τη σύγκρουση  ανάμεσα στην αστική αποξένωση και τη φυσική αρμονία . Με έντονα λυρικό και νοσταλγικό ύφος , με αποχρώσεις μελαγχολίας αλλά και ελπίδας. 

«Να ακούς με τα μάτια   [σελ. 7] 
να βλέπεις με την καρδιά
να αισθάνεσαι με το νου
έτσι που το φως
να προσεγγίζει το «εμείς
[…] με φόντο τον αχό της χαράς
και τη φλόγα του πάθους». 

Στίχοι που έχουν έναν έντονα λυρικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα, βαθύτερης επικοινωνίας, ενσυναίσθησης και αληθινής σύνδεσης ανάμεσα σε δύο ανθρώπους. Το άκουσμα μεταφέρεται εδώ από τα αυτιά στα μάπα ως παρατήρηση που μπορεί να αποκαλύψει όσα δεν λέγονται με λέξεις. Η όραση μέσω της καρδιάς φανερώνει  τη δύναμη του συναισθήματος και της ενσυναίσθησης. Η ένωση των αισθήσεων οδηγεί στο "εμείς". Ο "αχός της χαράς" είναι ηχητική εικόνα που δηλώνει μια **ζωηρή, γεμάτη ζωή κατάσταση.  Η "φλόγα του πάθους" είναι μια δυνατή **μεταφορά της επιθυμίας  και της έντασης που συνοδεύει την αληθινή αγάπη. Ο τόνος του ποιήματος είναι τρυφερός, ονειρικός και βαθιά φιλοσοφικός .
 
«Ακριβή συντροφιά μου η ακοίμητη θάλασσα  [σελ. 9]
αεικύμαντη και πανώρια
να σου υποβάλει τον σεβασμό
να σου εμπνέει αξιοπρέπεια
να σου εκπνέει αγάπη.» 

Η θάλασσα παρουσιάζεται ως μια «ακριβή συντροφιά», που σημαίνει πως είναι πολύτιμη και διαχρονική για το ποιητικό υποκείμενο. Η θάλασσα εδώ δεν είναι μόνο φυσικό στοιχείο αλλά και σύμβολο της ίδιας της ζωής, με τις συνεχείς εναλλαγές της, τις προκλήσεις της. Το ποίημα μιλάει για τη δύναμη της φύσης να λειτουργεί ως μέσο εσωτερικής κάθαρσης και μετάβασης. 

«Λατρεύω τις στιγμές  [σελ.11]
λίγο πριν απ' το χάραμα
πριν αναγεννηθεί το φως
τότε που νοερά ταξιδεύω μακριά
απ' τα τείχη της άχαρης πόλης
δίπλα στη θάλασσα
σ' κείνο το βράχο που σμίξαμε
και με άγγιξες στην ψυχή
στο μυαλό
και στο σώμα.» 

Η ποιήτρια εδώ εκφράζει μια στιγμή εσωτερικής αναζήτησης, όπου η νύχτα παραχωρεί τη θέση της στο φως, συμβολίζοντας τη μετάβαση και την αναγέννηση. Περιγράφεται η ανάγκη να ξεφύγει από την «άχαρη πόλη», ένας χώρος που αντιπροσωπεύει την καθημερινότητα, τη ρουτίνα, ίσως και την αποξένωση. Το ταξίδι είναι νοερό, δείχνοντας ότι η σκέψη και η μνήμη γίνονται μέσα απόδρασης. Ο βράχος δίπλα στη θάλασσα έναν τόπο γεμάτο συναισθηματική σημασία, όπου έχει βιώσει μια έντονη ερωτική ή συναισθηματική εμπειρία. Η θάλασσα, διαχρονικό σύμβολο της ζωής, της ελευθερίας και των συναισθημάτων, λειτουργεί ως σκηνικό της ένωσης αυτής. Είναι μια ωδή στη μαγεία της στιγμής πριν από την αυγή, τότε που η σκέψη περιπλανιέται ελεύθερη, μακριά από τους περιορισμούς της καθημερινότητας. Είναι μια ωδή στη στιγμή που η εσωτερική αναζήτηση βρίσκει γαλήνη μέσα στη δύναμη του "μαζί". 

«Μιαν άνοιξη  [σελ. 13]
Τη σιωπή μου θα ντυθώ κατάσαρκα
κι απ' τα στημένα ερμάρια
που επαναπαύονται των αγγελιοφόρων τα μαντάτα
θα δραπετεύσω μιαν άνοιξη
μακριά απ' της μέρας το ποδοβολητό
στο ξέφωτο της νύχτας.» 

Το ποίημα εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ξεφύγει από τον εκκωφαντικό θόρυβο και το άγχος της καθημερινότητας και να βρει ένα προσωπικό καταφύγιο μέσα στη σιωπή και τη δημιουργία.
Η ποίηση και η μνήμη λειτουργούν ως μέσα παρηγοριάς και επιβίωσης, καθώς μέσα από το άλγος γεννιέται το όνειρο και η ελπίδα. 

"Κατερίνα"  [σελ. 16] 

«Χειμωνιάτικο απόγευμα
μ' ένα μακρύ βαρύ παλτό
κασκόλ κι ομπρέλα
περιπλανήθηκα ξανά στους αναμνήσεις τις σκέψεις.
 Βάδιζα γρήγορα
πολύ γρήγορα
ώστε να αποφύγω τη βροχή
που σμίγει με το βλέμμα μου
κάθε φορά που παρευρίσκομαι
μες στα στενά των Ιλισίων.
Εκεί που κάποτε κάναμε όνειρα
για μας
για τους πολλούς
για τους αποκλεισμένους
σίγουροι πως θα τον αλλάξουμε τον κόσμο.
Θα τον αλλάξουμε τον κόσμο Κατερίνα μου
αυτό ποθούσαμε
αυτό λέγαμε
αυτό συνεχίζω να σου λέω
όπως τότε και τώρα
παρόλο που Εσύ μας άφησες νωρίς.» 

Το εξαιρετικό αυτό ποίημα «Κατερίνα» είναι ένας αποχαιρετισμός αλλά και μια υπόσχεση. Μέσα από τη θλίψη, αναδύεται μια επίμονη πίστη σε ένα όνειρο που δεν πρέπει να σβήσει. Ο αφηγητής συνεχίζει τον δρόμο του, με τις αναμνήσεις να τον βαραίνουν, αλλά και να τον κρατούν ζωηρό μέσα στις διακλαδώσεις της ζωής. 

"Εσένα ρώτα"  [σελ. 21] 

«Αν θες να μάθεις πως μεγάλωσα
ρώτα τη γη που με έθρεψε
τα άνθη ρώτα της ακοίμητης πέτρας
που ποτίστηκαν με αμόλευτα δάκρυα
τα δάση ρώτα
τα βουνά
τα λαγκάδια
κι ακόμα τον άνεμο που ολημερίς δροσίζονταν
με τ’ αηδονιού το κελάηδημα […]
Αν θες να μάθεις πως αναπνέω
Εσένα ρώτα
που με άγγιξες ως φως της αυγής
κι ως υπέρλαμπρο άστρο της νύχτας.» 

Το "Εσένα ρώτα" είναι μια στοχαστική και συναισθηματική εξερεύνηση της ανθρώπινης ύπαρξης, της μνήμης και της προσωπικής εμπειρίας. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί έντονες εικόνες από τη φύση για να αποδώσει το ταξίδι της ζωής του και να εκφράσει πώς διαμορφώθηκε ως άνθρωπος. 
"Αν θες να μάθεις πως μεγάλωσα / ρώτα τη γη που με έθρεψε..." 
Η ποιήτρια ξεκινάει με μια εσωτερική αναζήτηση της ταυτότητας, ζητώντας από τον άλλον, τον αναγνώστη ή από έναν συνομιλητή ίσως, να στραφεί στη φύση για απαντήσεις. Η γη, τα άνθη της πέτρας, τα δάση, τα βουνά και τα λαγκάδια γίνονται σύμβολα εμπειριών και δυσκολιών που διαμόρφωσαν την ποιήτρια. Τα άνθη της πέτρας υποδηλώνουν ομορφιά που γεννιέται μέσα από τον πόνο, ενώ τα αμόλευτα δάκρυα συμβολίζουν ίσως αγνές, πικρές εμπειρίες που δεν έχουν διαφθαρεί. Η φύση εδώ δεν είναι απλά ένα σκηνικό, αλλά ένας ζωντανός μάρτυρας της πορείας της ποιήτριας, φορέας των αναμνήσεων και των συναισθημάτων της. 
"...τον άνεμο / που ολημερίς δροσίζονταν
με τ’ αηδονιού το κελάηδημα..." 
Ο άνεμος γίνεται μεταφορά για το πέρασμα του χρόνου και την αέναη κίνηση της ζωής. Το κελάηδημα του αηδονιού προσδίδει έναν τόνο ευαισθησίας και καλλιτεχνικής έμπνευσης, ενώ τα όνειρα άδηλα που χαράσσονται με κατάνυξη υποδηλώνουν την εσωτερική ζωή και τα ανείπωτα συναισθήματα που συνοδεύουν την καθημερινότητα. 
"Αν θες να μάθεις πως αναπνέω
Εσένα ρώτα..." 
Εδώ το ποίημα αποκτά έναν πιο προσωπικό και συναισθηματικό τόνο. Η αναπνοή – το πιο θεμελιώδες σημάδι ζωής – συνδέεται με την ύπαρξη ενός Εσύ. Το άγγιγμα αυτού του προσώπου μοιάζει να δίνει ζωή στην ποιήτρια, παρομοιαζόμενο με το φως της αυγής και το υπέρλαμπρο άστρο της νύχτας. Αυτές οι εικόνες συμβολίζουν την ελπίδα, το θαύμα της νέας αρχής και την καθοδήγηση μέσα στο σκοτάδι.
Οι εικόνες της φύσης λειτουργούν ως μεταφορές για συναισθήματα και εμπειρίες. Από τη γενική αναφορά στη φύση, το ποίημα καταλήγει σε έναν άκρως προσωπικό τόνο, φέρνοντας στο προσκήνιο την έννοια της αγάπης ή της βαθιάς σχέσης. Το "Εσένα ρώτα" είναι ένα υπαρξιακό και λυρικό ποίημα που διερευνά το πώς οι εμπειρίες και οι σχέσεις μας καθορίζουν ποιοι είμαστε. 

«Στ’ ακρογιάλια του χρόνου   [σελ. 38]
άφησες τα παράτολμα ίχνη σου
έχοντας ωστόσο τη βαθιά επίγνωση
πως το κύμα
αργά
θα τα σβήσει.» 

Στίχοι εξαίρετοι, στίχοι λιτοί, που αποπνέουν μια έντονη αίσθηση περατότητας και στοχασμού πάνω στο χρόνο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο χρόνος προσωποποιείται σαν μια απέραντη θάλασσα, και τα «ακρογιάλια» του είναι τα όρια, τα σημεία όπου ο χρόνος συναντά το πεπερασμένο, το τώρα. Είναι εκεί που ο άνθρωπος τολμά να αφήσει το στίγμα του, ίσως με πράξεις, λόγια ή δημιουργίες. 

«Σε θέλω απόψε  [σελ. 54]
να μοιραστώ τη νύχτα του φθινοπώρου
μαζί σου.
Να σου χαρίσω τα πάντα
για την κάθε φορά
που χορεύω ταγκό με τα μάτια σου
να σε γευτώ γυμνό
με τα σεντόνια στο πάτωμα
ν' αχνίζουνε πάθος. 
Να εξερευνήσω κάθε γωνιά 
του κορμιού σου 
τόσο που η φαντασία 
να μην επαρκεί [...] 
Ο ιδρώτας του πόθου μου 
κυλάει μονάχα για σένα
καθώς σε φιλώ 
και υμνώ στον αέρα 
τ' ακριβό όνομά σου."

Εδώ αποτυπώνεται ένα υπέροχο ποίημα που αποπνέει έντονο ερωτισμό και πάθος. Η γλώσσα είναι γεμάτη ένταση, χρησιμοποιώντας αισθησιακές εικόνες και σωματικές μεταφορές που τονίζουν τη λαχτάρα του ποιητικού υποκειμένου. Το ποιητικό «εγώ» παρουσιάζει την ερωτική του επιθυμία ως κάτι επιτακτικό και ακατανίκητο.
«Να σε γευτώ γυμνό»
Υποδηλώνει την ερωτική επιθυμία αλλά και μια ανάγκη για πλήρη οικειότητα.
«Τόσο που η φαντασία να μην επαρκεί»
Η πραγματικότητα του έρωτα είναι πιο έντονη και πιο δυνατή από κάθε φαντασίωση.
«Υμνώ στον αέρα τ' ακριβό όνομά σου»
Ο έρωτας αγγίζει σχεδόν τη σφαίρα του ιερού, καθώς η ερωτική συνάντηση μετατρέπεται σε μια μορφή λατρείας.
 «Χορεύω ταγκό με τα μάτια σου»  
Μια έντονη οπτική εικόνα, όπου το βλέμμα αποκτά ερωτική δυναμική, όπως στο ταγκό, έναν χορό γεμάτο ένταση και πάθος. Το «ταγκό» δεν είναι απλώς ένας χορός, αλλά συμβολίζει την ένταση της ερωτικής σχέσης, τη σαγήνη και τη διάρκειά της των σωμάτων.
Το ποίημα είναι ένας λυρικός ύμνος στον έρωτα, όπου η επιθυμία γίνεται σχεδόν ιεροτελεστία.
Συνδυάζει αισθησιασμό, πάθος και ποίηση, δημιουργώντας μια ερωτική εξομολόγηση που παραμένει χαραγμένη στη μνήμη του αναγνώστη. 

Η ποιήτρια όπως μας συστήνεται στην πρώτη της συλλογή με τίτλο «Αποτυπώματα στο πουθενά» μοιάζει να βαδίζει με συνέπεια σε ένα προσωπικό, υπαρξιακό και ερωτικά φορτισμένο ποιητικό μονοπάτι. Στα ποιήματά της, ο πόθος, ο χρόνος, το ταξίδι και η μνήμη δεν είναι απλώς θεματικά μοτίβα, αλλά εσωτερικές, βιωμένες ίσως καταστάσεις που διαπνέουν το λόγο της. Η γραφή της είναι άμεση, αυθεντική και ειλικρινής και χαρακτηρίζεται από μια αίσθηση εσωτερικής ανάτασης αλλά και αντίστασης απέναντι στη φθορά. Οι ωραίες εικόνες από τη φύση (θάλασσα, άνεμος, χάραμα, φως,) και τον έρωτα συνομιλούν αρμονικά με τα συναισθηματικά της τοπία. Αναδύεται έτσι η εικόνα μιας γυναίκας που δεν γράφει για να εντυπωσιάσει, αλλά για να καταθέσει ειλικρινά την εσωτερική της ανάγκη. Τις ηδονές, τις οδύνες, τα όποια κενά, και την ελπίδα, με πρόσωπο καθαρό και στραμμένο στο φως. 

Στο πρώτο αυτό ποιητικό της ταξίδι, διακρίνεται μια γλωσσική αμεσότητα και μια διάθεση ερωτικού και υπαρξιακού στοχασμού, στοιχεία που προοιωνίζονται έναν λόγο με εξελικτικό βάθος και αυθεντική αναζήτηση. 

Ας αφουγκραστούμε με προσοχή τα όμορφα αυτά «αποτυπώματά» της και ας της ευχηθούμε καλή συνέχεια στις ποιητικές της αγωνίες, τις ευαισθησίες και ιχνηλασίες της. 

Τάκης Τσαντήλας  /  17.07.2024

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2024

Η βίβλος των αστεριών

Ο ουρανός (μας) 
μία βίβλος 
με αείφωτα ποιήματα 
που χαράσσονται 
τις νύχτες 
από τ' άστρα   


Τάκης Τσαντήλας 




Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Φορές

Είναι φορές 
που ένας λόγος 
ένα χάδι 
ένα δάκρυ 
είναι αρκετό 
να ποτίσει 
τις φλέβες μας 
βαθιά 
βαθύτατα 
ως τα πιο τρυφερά της 
ανθάκια 


Τάκης Τσαντήλας 


Τρίτη 14 Μαΐου 2024

Άλσος

Γράφω
για όλα αυτά
που μου μιλούν
και παρεισφρέουν μέσα μου
καλώντας με
να τ' ανιχνεύσω.
Για τις χαρές και τις οδύνες
που γυμνώνανε τα όνειρα
και τα παρέδιδαν στο πρώτο φως
να τα εγγράψει μυστικά
στη μνήμη.
Για το λεπτό ανθάκι 
που μας έθαλψε 
εκεί
στο άλσος των παθών
που ανταμώναμε
κι αποκαθαίραμε τον χρόνο.


Τάκης Τσαντήλας 

Πέμπτη 9 Μαΐου 2024

Άγονη γραφή

Είναι αβάστακτο να ζεις μαζί
με κάποια όνειρα
που αρνούνται επίμονα
στο φως να εκτεθούν.
Οδυνηρό πολύ να προσπαθείς
να πορευτείς με κάποια ποιήματα
που ασκούνται επίπονα
στη σιωπή. 
 
                Σιωπηλό δονείται μαζί μας
   το δάκρυ που φέγγει στην άβυσσο
              το χάδι που θάλλει στο φως.


Τάκης Τσαντήλας 

Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Σχεδία διαφυγής

Τα ωραία ταξίδια είναι πάντοτε σύντομα
και όλη μας η ζωή δεν είναι τίποτα άλλο
παρά μια θαμπή νοσταλγία
λίγες λιακάδες, πολλές συννεφιές
κι ατέλειωτα όνειρα σ’ ακάθιστες νύχτες
για κάτι ασαφές κι ακαθόριστο
που δεν υπήρχε
κι όμως το βλέπαμε. 

Κι έρχεται η στιγμή που πρέπει να φύγεις
κι όλο διστάζεις, όλο το αναβάλεις
γιατί αδυνατείς να νοήσεις
από πού ήρθες
πως έφτασε ως εδώ
και γιατί οι δρόμοι παραμένουν κλειστοί
κι απροσπέλαστοι. 

Κι αυτή η μουσική, κάποιες φορές, τόσο έντονη
τόσο διαπεραστική
διασχίζει αιώνες αιώνων
κι αίφνης ξεσπάει πότε σαν θύμηση
πότε σαν θύελλα 
πότε σαν ευωδιά που ενδυθήκαμε 
καθώς διασχίζαμε ξάγρυπνοι
τις νησίδες των άστρων.

Και κάπως έτσι, ξεχασμένοι κι αθώρητοι, 
κοινωνώντας, στον άνεμο, τις λιτές ιστορίες μας
ξεμακραίνουμε 
ξεμακραίνουμε 
ξεμακραίνουμε στις σιωπές.


Τάκης Τσαντήλας

Σάββατο 27 Απριλίου 2024

Ερωτικό φεγγάρι

Απόψε το φεγγάρι πρόβαλλε πιο όμορφο
πιο φωτεινό
πιο ποθητό∙
απέναντί μου στάθηκε
και μ’ έλουζε
συνομιλώντας με τις πλάνες μου
τις πετρωμένες προσμονές μου.
Χάθηκε το φεγγάρι μεσ’ στα σύννεφα
έσμιξε με τον άνεμο
στην άγια μέσα αισθαντική βραδιά
όπως τα άνθη με την άνοιξη
κι η νοσταλγία με το τώρα.


Τάκης Τσανήλας 

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

Αγκαλιά μ' ένα σύννεφο

Δε μ’ αντιλήφθηκες
κοιμόσουν τη νύχτα
αγκαλιά μ’ ένα σύννεφο
πλάι σου ήρθα
η σιωπή μου άγγιζε αλαφρά
τα μαλλιά σου
η ανάσα μου σκέπαζε
το απέκδυτο σώμα σου 

Πάνε αιώνες τώρα
που δεν κάνω τίποτα άλλο
παρά μόνο
μαζεύω άνθη δυσεύρετα
και κρυφά στα προσφέρω 


Τάκης Τσαντήλας


Παρασκευή 12 Απριλίου 2024

Απρίλης

Η πρόσβαση μας στο ανερμήνευτο.
Αυτό ίσως είναι ποίηση.
Το ηδύ μυστικό μας απάγκιο
που κοινωνούμε τα πάθη
τα λάθη
τα άλγη μας.

Κι ο Απρίλης ν’ ανθίζει!


Τάκης Τσαντήλας

Τρίτη 9 Απριλίου 2024

Η δίωξη του φεγγαριού

Αγκάλιασμα σε στάχτη πάνω και κενό
μ' αισθαντικό στροβίλισμα
και τους καιρούς ανάλγητους
να ασελγούν σε άνθη και ποιήματα 

Πώς να σταθείς ατάραχος
μπροστά στη δίωξη του φεγγαριού;
Το δάκρυ πως να κρύψεις
σαν η παλίρροια αποκαλύπτει
το νεφέλωμα του νου; 

Η κάθε μέρα είναι κραυγή
παγιδευμένη ελευθερία
οσμή αφόρητη τροπαιοφόρων τίποτα
που διαλαλούν ζωή απύρετη
μ' ιλουστρασιόν ευαισθησία 

Κι ο έρωτας; Κατηγορούμενος κι αυτός
ένοχος της εσχάτης των ποινών
διαφθορέας σκοτεινός και παραβάτης 

Πάψε Αφροδίτη ν' αγρυπνάς
μες στην ομίχλη πάψε να προσπαθείς
τον άνεμο ν’ αποπλανήσεις∙
φυλάξου κι όπου να 'ναι θα φανούν
- ξανά - οι κήνσορες
με προτροπές κι αφορισμούς
να εξορκίσουν την απόκοσμη
ερωτική σου ευμορφία.


Τάκης Τσαντήλας 

Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Κριτική αξιολόγηση της ποιητικής συλλογής «Ενθύμια Κίρκης» του Τάκη Τσαντήλα

Το Καλοκαίρι του 2023 εκδόθηκε από τις «Χρόνος Εκδόσεις» η νέα (11η) προσωπική ποιητική συλλογή του Τάκη Τσαντήλα, τα «Ενθύμια Κίρκης». 
Μια εξαιρετική ποιητική συλλογή που χαρακτηρίζεται κυρίως από βαθιά εσωτερικότητα και νοσταλγία,  Λυρική και στοχαστική γλώσσα, Αίσθηση αναπόλησης, αναμονής και προσμονής, Ισχυρή παρουσία της φύσης ως σύμβολο συναισθημάτων, Έντονος διάλογος με την ποίηση ως καταφύγιο και λύτρωση.  
Ο Τάκης Τσαντήλας γράφει με βαθιά αίσθηση του ρυθμού, με μια γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στο στοχαστικό και το συναισθηματικό. Η χρήση αντιθέσεων (φως – σκοτάδι, βράχος – κύμα, πάντα – ποτέ) ενισχύει την ένταση των συναισθημάτων.

[…] «να περιηγηθούμε
για μια ακόμα φορά
στο δάσος των επιθυμιών
και να υποσχεθούμε στα ποιήματα
πως όταν περάσει τούτο το μαύρο σύννεφο
- αν περάσει -
να κρεμαστούμε ευτυχείς απ’ τις λέξεις
αγναντεύοντας στον ορίζοντα
το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα.»  

«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα»


Το ποίημα «Ηλιοβασίλεμα σε αναμονή» [Σελίδα 8] είναι συγκινητικό και έντονα υπαρξιακό. Μιλά για την αγωνία της προσμονής, τη μνήμη του πόνου, αλλά και την ποίηση ως μοναδικό καταφύγιο. Είναι από τα πιο μεστά και πολυεπίπεδα ποιήματα της όμορφης αυτής συλλογής.

«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα» 

Ο ποιητής αξιοποιεί θαυμάσια τον ελεύθερο στίχο που ρέει φυσικά, σαν μια εσωτερική εξομολόγηση που διατηρεί έναν έντονο λυρισμό.  
Η τελευταία αντίθεση «μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί» το κάνει σπαρακτικό αλλά αληθινό. Η γλώσσα λειτουργεί όχι ως στολισμός αλλά ως εργαλείο συνείδησης. Κινείται σε μια αισθητική της αφαίρεσης: χωρίς υπερβολές, χωρίς φωνασκίες, η φωνή του μοιάζει πιο πολύ με ψίθυρο που δεν χρειάζεται ένταση για να γίνει ακουστός. Το ποιητικό του βλέμμα είναι βαθύ, αλλά ποτέ πομπώδες· στοχαστικό, αλλά όχι εγκλωβισμένο στον στοχασμό. Αντιθέτως, παραμένει ανοιχτό στον κόσμο, στην εμπειρία, στο ερώτημα. 

«Η μέρα μας έδυσε τόσο απρόσμενα
που δεν προλάβαμε
να δούμε τα υγρά μάτια
της λαβωμένης λιακάδας» 

Η «Παράξενη άνοιξη» [Σελίδα 9] είναι ένα ποίημα γεμάτο συμβολισμούς και υπαρξιακή αγωνία, καθώς παρουσιάζει μια εποχή που, αντί να φέρνει αναγέννηση και χαρά, μοιάζει παράδοξα μελαγχολική, ανεκπλήρωτη και σχεδόν βασανιστική. 
Η άνοιξη, που παραδοσιακά συμβολίζει την ελπίδα, τη ζωή και την ανανέωση, εδώ παρουσιάζεται πληγωμένη και άτονη. Η μέρα «έδυσε τόσο απρόσμενα», σαν κάτι που χάθηκε πριν προλάβει κανείς να το συνειδητοποιήσει. Ο ήλιος (ή η "λιακάδα") είναι λαβωμένος, θρηνεί σιωπηλά, και αγγίζει με ευλάβεια τα «νεκρά άνθη της άνοιξης», μια συγκλονιστική εικόνα, όπου η ζωή συναντά τον θάνατο μέσα στην ίδια την εποχή της άνθισης.
Στη συνέχεια, η νύχτα έρχεται σαν μια σιωπηλή και ξενιτεμένη πραγματικότητα. Τα άστρα είναι «μέτοικοι», δηλαδή δεν ανήκουν εκεί, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι που βιώνουν αυτή την άνοιξη. Οι νύχτες «βγαίνουν αμίλητες στα μπαλκόνια», σαν να περιμένουν κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Η προσδοκία και η αδράνεια κυριαρχούν. 

«Προτροπή ζωής είναι ετούτη
η παράξενη άνοιξη
μας κυνηγάει ο άνεμος
μας κυνηγούν τα ποιήματα
μας κυνηγάει ο καιρός
κι εμείς προσπαθούμε να διαφύγουμε
γεμάτοι φλογερές επιθυμίες»  

Η «παράξενη άνοιξη» γίνεται μια προτροπή ζωής, αλλά αντί να την αγκαλιάσουν, οι άνθρωποι μοιάζουν κυνηγημένοι από τον άνεμο, τον χρόνο και την ίδια την ποίηση - σαν να βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα με τον ίδιο τους τον εαυτό. Το πιο δυνατό σημείο του ποιήματος είναι η τελική εικόνα των τραίνων της νύχτας, που είναι "δύσοσμα" και δεν ξεκινούν ποτέ. Αυτή η παράξενη στασιμότητα, η προσμονή μιας διαφυγής που δεν πραγματοποιείται, δημιουργεί μια αίσθηση υπαρξιακής παράλυσης.

Η γλώσσα του ποιήματος είναι έντονα μεταφορική και ποιητικά πυκνή. Οι εικόνες του είναι σκοτεινές, γεμάτες σιωπηλό σπαραγμό, ενώ η χρήση αντιθέσεων (άνοιξη – νεκρά άνθη, φως – έλασσον φως, προσμονή – ακινησία των τραίνων) ενισχύει τη δραματικότητα. Ο ρυθμός είναι αργός, σχεδόν λυγμικός, ακολουθώντας την αίσθηση μιας εποχής που περνά χωρίς να δικαιώσει τις προσδοκίες της. Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια πιο φωτεινή νότα: 

«Λουσμένη μέσ’ στο φως μιας χαραυγής
που αχνοφέγγει στον ορίζοντα
η ομορφιά λάμνει στο μέλλον κι ευωδιάζει.» 

Εδώ, για πρώτη φορά, εμφανίζεται μια ελπίδα, μια προοπτική. Παρόλο που η άνοιξη αυτής της στιγμής είναι παράξενη και άγονη, μια άλλη, μακρινή χαραυγή, έρχεται να φέρει φως και αναγέννηση. Το ποίημα είναι βαθύτατα υπαρξιακό και αλληγορικό, αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο που αλλάζει, αλλάζει, αλλά οι άνθρωποι μένουν στάσιμοι, μη μπορώντας να ακολουθήσουν το κάλεσμα της ζωής.
Η απροσδόκητη δύση της μέρας, η μεταμφιεσμένη άνοιξη και η στάσιμη νύχτα συνθέτουν ένα τοπίο γεμάτο αγωνία, προσδοκία και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ίσως το πιο δυνατό στοιχείο του ποιήματος είναι το γεγονός ότι δεν περιγράφει μόνο τη φύση ή τον χρόνο, αλλά τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων που νιώθουν χαμένοι μέσα σε μια εποχή που θα έπρεπε να είναι γεμάτη ζωή. Ένα δυνατό, γεμάτο υπαρξιακή ένταση ποίημα, που αποτυπώνει τη μελαγχολία μιας εποχής που δεν ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις της. Οι τελευταίοι στίχοι αφήνουν ένα αμυδρό φως ελπίδας, αλλά η γενική αίσθηση είναι εκείνη της προσδοκίας μιας αναγέννησης που καθυστερεί. 

«Η δικαιοσύνη της νύχτας» [Σελίδα 17] στα «Ενθύμια Κίρκης» είναι ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και στοχαστικό ποίημα, το οποίο διερευνά τις μνήμες, τη μοναξιά και μια αίσθηση μεταφυσικής συμφιλίωσης. 

«Μνήμες μ’ αγγίγματα γεμάτα κενό
ανάσες που χάθηκαν με λυγμούς στην ομίχλη·
αν μας μιλούσαν τα άνθη
τα άστρα
τα κύματα
θα μας καλούσαν σε δείπνο
μυστικής συμφιλίωσης» 

Το ποίημα διαπνέεται από μια αίσθηση απουσίας και αναπόλησης. Οι «μνήμες» εμφανίζονται ως άυλα αγγίγματα γεμάτα κενό, προϊδεάζοντας για μια εσωτερική σύγκρουση. Τα στοιχεία της φύσης (άνθη, άστρα, κύματα) λειτουργούν ως μυστικοί μάρτυρες ή συνομιλητές, που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια υπερβατική συμφιλίωση.
Η «δικαιοσύνη της νύχτας» φαίνεται να υποδηλώνει ότι στο σκοτάδι οι αλήθειες αποκαλύπτονται, τα προσωπεία πέφτουν, και οι αμαρτίες (ή τα προσωπικά βάρη) γίνονται ορατές. Το «κιβώτιο» που έσπασε μπορεί να συμβολίζει είτε την απελευθέρωση από το παρελθόν είτε την αναπόφευκτη αποκάλυψη όσων κρύβαμε μέσα μας. 

[…] «όμορφα λαβωμένοι
θα ξεγυμνώναμε τη μοναξιά μας στον άνεμο
με την παραδοχή πως το κιβώτιο
που φυλάσσαμε τις σεπτές αμαρτίες μας
έσπασε
αναδεικνύοντας θραύσματα
από την δικαιοσύνη της νύχτας.» 

Το ποίημα πετυχαίνει να δημιουργήσει μια αίσθηση βαθιάς εσωτερικής περισυλλογής. Η ιδέα της «νυχτερινής δικαιοσύνης» είναι ποιητικά ισχυρή και δίνει την αίσθηση μιας σκοτεινής αλλά αναγκαίας αποκάλυψης. Η γραφή του Τάκη Τσαντήλα παραπέμπει σε μια μοντέρνα, υπαρξιακή ποίηση, με επιρροές τόσο από τον σουρεαλισμό όσο και από την εσωτερική εξομολογητική ποίηση. 

«Τίποτα πιο όμορφο απ’ το ποίημα
που μας απεκδύει ανάλαφρα
κι αισθαντικά μας διεγείρει.» 

«Σαν άλλοι» [Σελίδα 56] μας λέει στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής ο Τάκης Τσαντήλας εξερευνώντας την απόσταση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν κοντά. Πρόκειται για ένα στοχαστικό και μελαγχολικό ποίημα, γεμάτο υπαινιγμούς για τη μεταμόρφωση των σχέσεων, την αποξένωση και τις ανείπωτες σκέψεις. 

«Θα ξανασμίξουμε ίσως
σε κάποια
απ’ τις απρόσμενες μεταβολές του καιρού» 

Η βασική θεματική του ποιήματος είναι η μεταβολή στις ανθρώπινες σχέσεις και η αίσθηση της απομάκρυνσης. Ο ποιητής αναρωτιέται αν θα ξανασυναντηθούν με το άλλο πρόσωπο, αλλά τονίζει ότι, ακόμα κι αν αυτό συμβεί, θα είναι "σαν άλλοι", δηλαδή αλλαγμένοι, ξένοι μεταξύ τους. Η μεταβολή του καιρού λειτουργεί συμβολικά, καθώς παραπέμπει στις απρόβλεπτες αλλαγές της ζωής, στις οποίες οι άνθρωποι επανασυνδέονται ή απομακρύνονται από ανάγκη ή συγκυρία. 

«από ανάγκη να κατευνάσουμε τη συννεφιά
που μας φράζει την όραση
ή από επιθυμία να διασχίσουμε
παρέα τη νύχτα μας»  

Ο ποιητής περιγράφει μια άβολη, σχεδόν άγνωστη συνεύρεση, όπου οι δύο πρώην κοντινοί άνθρωποι νιώθουν παγωμένοι, συστολή και αμηχανία. Η εικόνα της "ακροβασίας στο κενό" είναι εξαιρετικά δυνατή και φανερώνει την εύθραυστη ισορροπία που προσπαθούν να κρατήσουν, χωρίς πραγματική σύνδεση. 

«σαν άλλοι ωστόσο
ξένοι κι απόμακροι
ακροβατώντας ασυναίσθητα στο κενό»  

Η ποίηση εδώ ταυτίζεται με τις ανείπωτες αλήθειες, με όσα έμειναν κρυφά ή καταπιεσμένα, και ίσως με όσα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί αλλά δεν ειπώθηκαν. Η γλώσσα είναι απλή αλλά βαθιά φορτισμένη. Ο Τάκης Τσαντήλας χρησιμοποιεί μεταφορές και υπαινιγμούς, δημιουργώντας ένα συγκινησιακό φορτίο χωρίς να γίνεται συναισθηματικά υπερβολικός. Οι στίχοι ρέουν φυσικά, με έναν ελεύθερο ρυθμό που μοιάζει να αναπαριστά την ίδια την αμήχανη συνάντηση που περιγράφει. 

«Περπάταγα στο πλάι σου κι ένιωθα πάντα άνοιξη
και ευωδιά και ευφροσύνη.» 

Το ποίημα τελειώνει με έναν λυρικό επίλογο, όπου η ανάμνηση του παρελθόντος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρόν. Η άνοιξη, η ευωδιά, η ευφροσύνη είναι όλα σύμβολα μιας εποχής που έχει χαθεί, μιας σχέσης που κάποτε έδινε χαρά αλλά τώρα έχει μετατραπεί σε σιωπηλή αποξένωση.
Ένα εξαιρετικά εύστοχο ποίημα στην αποτύπωση της ανθρώπινης αποξένωσης. Η αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος λειτουργεί καταλυτικά, καθώς το τελευταίο δίστιχο φωτίζει ακόμη περισσότερο τη συναισθηματική απώλεια. 

«Κοίτα τη νύχτα απόψε
το αεράκι δες που χαϊδεύει απαλά
το στιλπνό πρόσωπό σου
τη μουσική του ποιήματος νιώσε
καθώς σου μιλά
καθώς σε κεντά
καθώς σε αγγίζει
μ’ εκείνο το γνώριμο άγγιγμα
που χαράσσεται μυστικά
στο βαθύτερο μέσα σου.»  

Το ποίημα «Σε χρόνο αόριστο» [Σελίδα 6] του Τάκη Τσαντήλα είναι ένα τρυφερό, μουσικό και σχεδόν ερωτικό ποίημα, που περιστρέφεται γύρω από τη μνήμη, την αναμονή και την ανεπίδοτη επικοινωνία.
Η νύχτα, το αεράκι, το άγγιγμα και η μουσική δημιουργούν μια έντονα αισθαντική ατμόσφαιρα, όπου ο ποιητής απευθύνεται σε ένα "εσύ", έναν αγαπημένο παραλήπτη που όμως παραμένει απόμακρος ή απών.

«Το γράμμα μου ψάξε
που σου έστειλα με το κύμα
σε χρόνο αόριστο
και που δεν πήρες ακόμα
γνωρίζοντας ωστόσο καλά,
[…]
πως παραλήπτης του
είσαι μονάχα εσύ.» 

Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του ποιήματος. Το γράμμα δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο άφιξης, είναι ένα μήνυμα αιωρούμενο στο άχρονο, όπως συχνά συμβαίνει με τα συναισθήματα που δεν βρίσκουν άμεση ανταπόκριση.
«Και που δεν πήρες ακόμα»
Η φράση αυτή υποδηλώνει είτε μια μη ολοκληρωμένη επικοινωνία, είτε μια αναμονή που συνεχίζεται, είτε ίσως το ότι το μήνυμα απλώς δεν έγινε κατανοητό από τον αποδέκτη του.
«Γνωρίζοντας ωστόσο καλά… πως παραλήπτης του είσαι μονάχα εσύ.»
Παρά την αβεβαιότητα, ο ποιητής είναι σίγουρος για το ποιος προορίζεται να το λάβει. Αυτό δημιουργεί μια έντονη προσωπική σύνδεση, αλλά και μια μικρή αίσθηση μελαγχολίας, καθώς δεν είναι βέβαιο αν η άλλη πλευρά ανταποκρίνεται.
Το ποίημα κλείνει με έναν καίριο στοχασμό: 

«Δεν αρκεί να υμνείς την ομορφιά
οφείλεις κιόλας να την προσεγγίζεις.» 

Αυτή η φράση λειτουργεί ως υπόμνηση και παρότρυνση. Μιλά για την ανάγκη όχι μόνο να θαυμάζουμε εξ αποστάσεως, αλλά και να ερχόμαστε σε πραγματική επαφή με ό,τι μας συγκινεί.
Το ποίημα είναι λεπταίσθητο και μουσικό, με έναν ελεύθερο ρυθμό που θυμίζει ψίθυρο ή μελωδία. Ο ποιητής χρησιμοποιεί αισθητηριακές εικόνες (το αεράκι, το άγγιγμα, η μουσική), δημιουργώντας μια ζωντανή, σχεδόν κινηματογραφική σκηνή. Η χρήση του χρόνου αόριστου δεν είναι τυχαία· δεν αναφέρεται σε κάτι περασμένο, αλλά σε κάτι που αιωρείται στο άχρονο, στο διαρκές και ανεκπλήρωτο. 
Η τελευταία φράση είναι ίσως η πιο δυνατή και λειτουργεί ως γενικό σχόλιο για τη ζωή: δεν αρκεί να θαυμάζουμε κάτι από μακριά, πρέπει να τολμάμε να το αγγίζουμε, να το ζούμε.

[...] Δεν έχει αρχή η θύμηση
δεν έχει τέλος η λήθη
βαθιά πολύ μέσα στις φλέβες μας
θ’ ανθίζει πάντα η εξέγερση,
στις πικρές ματαιώσεις μας
η ασύνορη αγκαλιά.
Πέρα απ’ τον προορισμό υπάρχει το ταξίδι
πέρα απ’ το ταξίδι υπάρχει η θέαση.
Μη λησμονείς ποτέ τη θέαση
είναι η πηγή που σε ξεδίψασε
και σε ανύψωσε ψηλά στα σύννεφα
έτσι που να ακούς αισθαντικά βιολιά
ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν.» 

Οι «Δέσμες φωτός» [Σελίδα 60] είναι ένα από τα πιο ωραία και βαθυστόχαστα ποιήματα της συλλογής, που μιλά για την εσωτερική επικοινωνία, την αναμονή και την ουσία της επαφής.
Η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα δεν αρνείται το σκοτάδι, αλλά διαρκώς το διαπλέκει με την επιμονή του φωτός. Οι δέσμες φωτός στην ομίχλη δεν καταλύουν την ομίχλη· τη συνυπάρχουν μαζί της, ως μαρτυρία ελπίδας και ομορφιάς εντός της φθοράς.
Το ύφος του δεν επιδιώκει την εντύπωση. Επιλέγει χαμηλότονο, σχεδόν σιωπηλό λεξιλόγιο, μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται υψηλή νοηματοδότηση και υπαρξιακή ωριμότητα. Είναι ποίηση που δεν κραυγάζει την τραγικότητα, αλλά τη μεταβολίζει σε ελπίδα.
Η γλώσσα του είναι καθαρή, χωρίς φορτωμένες εικόνες ή περίτεχνα σχήματα. Οι μεταφορές του λειτουργούν οργανικά και προκύπτουν από το συναίσθημα και τη σκέψη, όχι από στιλιστική επιτήδευση. Η απλότητα του ύφους είναι επίκτητη σοφία, όχι ένδεια.

Κύκνειον ποίημα 

Να γράφεις
να εκφράζεσαι
να ποιείς!
Έχοντας κατά νου σου ωστόσο
πως μέσα απ’ αυτές τις εκφραστικές
και γόνιμες στύσεις σου
θα απαντήσεις κάποια στιγμή
και το κύκνειον ποίημα. 

Το «κύκνειον ποίημα» [Σελίδα 21] λειτουργεί ως ποιητικό μανιφέστο αλλά και υστερόγραφο της δημιουργικής διαδρομής του Τσαντήλα. Το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στην προτροπή για ποίηση και την αναγνώριση του τέλους της σε κάνει να το διαβάζεις και ως αυτοπαρατήρηση

Ο Τάκης Τσαντήλας δεν γράφει για να πείσει· γράφει για να ανασύρει. Η ποίησή του, διακριτική και ταυτόχρονα διαπεραστική, πατά σε εκείνη την ευαίσθητη τομή όπου η ύπαρξη συναντά τον χρόνο και χάνεται μέσα του.
Η έννοια του χρόνου αποτελεί έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του έργου του -  όχι μόνο ως χρονολογική συνθήκη, αλλά κυρίως ως υπαρξιακή απειλή, ως φθορά, διάσπαση, λήθη.
Η ανθρώπινη εμπειρία στα ποιήματά του παρουσιάζεται συχνά ρευστή, εφήμερη, σχεδόν φαντασματική. Το ερώτημα «υπήρξαμε άραγε ποτέ;», που τίθεται σε ένα χαρακτηριστικό του ποίημα, δεν είναι μια απλή φιλοσοφική σκέψη· είναι η ποιητική του αφετηρία.
Ταυτόχρονα, ο Τσαντήλας δεν εγκλωβίζεται στην παγίδα της μελαγχολίας.
Η ποίησή του διασώζει ένα ύφος σπάνιας ισορροπίας, στο οποίο η σιωπή αποκτά νόημα και η απόγνωση μετατρέπεται σε νηφαλιότητα. Δεν γράφει για να κλείσει τα ερωτήματα, αλλά για να τα ανοίξει με καθαρότητα.
Οι θεματικές του επεκτείνονται πέρα από τον χρόνο και τη μνήμη: η ύπαρξη, η ταυτότητα, η καθημερινότητα ως φιλοσοφική εμπειρία, η αδιόρατη πικρία της ματαίωσης, αλλά και στιγμές βαθιάς ανθρώπινης αλήθειας, συνθέτουν ένα ποιητικό τοπίο υψηλής πνευματικής έντασης και εσωτερικής συνέπειας. 

Αν η ποίηση είναι τελικά ένας τρόπος να κρατηθεί κάτι από το φευγαλέο, να αποτυπωθεί το αβέβαιο της ύπαρξης με λέξεις που δεν προδίδουν τη σιωπή, τότε η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα αξίζει να διαβαστεί, όχι βιαστικά αλλά σχεδόν τελετουργικά , σαν μια αθόρυβη, εσωτερική μύηση. 

Βάσω Καραγιάννη  - Φιλόλογος 

 04.04.2024