Το
Καλοκαίρι του 2023 εκδόθηκε από τις «Χρόνος Εκδόσεις» η νέα (11η) προσωπική
ποιητική συλλογή του Τάκη Τσαντήλα, τα «Ενθύμια Κίρκης».
Μια εξαιρετική ποιητική συλλογή που χαρακτηρίζεται κυρίως από βαθιά εσωτερικότητα και νοσταλγία, Λυρική και στοχαστική γλώσσα, Αίσθηση αναπόλησης, αναμονής και προσμονής, Ισχυρή παρουσία της φύσης ως σύμβολο συναισθημάτων, Έντονος διάλογος με την ποίηση ως καταφύγιο και λύτρωση.
Ο Τάκης Τσαντήλας γράφει με βαθιά αίσθηση του ρυθμού, με μια γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στο στοχαστικό και το συναισθηματικό. Η χρήση αντιθέσεων (φως – σκοτάδι, βράχος – κύμα, πάντα – ποτέ) ενισχύει την ένταση των συναισθημάτων.
[…] «να περιηγηθούμε
για μια ακόμα φορά
στο δάσος των επιθυμιών
και να υποσχεθούμε στα ποιήματα
πως όταν περάσει τούτο το μαύρο σύννεφο
- αν περάσει -
να κρεμαστούμε ευτυχείς απ’ τις λέξεις
αγναντεύοντας στον ορίζοντα
το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα.»
«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα»
Το ποίημα «Ηλιοβασίλεμα σε αναμονή» [Σελίδα 8] είναι συγκινητικό και έντονα υπαρξιακό. Μιλά για την αγωνία της προσμονής, τη μνήμη του πόνου, αλλά και την ποίηση ως μοναδικό καταφύγιο. Είναι από τα πιο μεστά και πολυεπίπεδα ποιήματα της όμορφης αυτής συλλογής.
«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα»
Ο ποιητής αξιοποιεί θαυμάσια τον ελεύθερο στίχο που ρέει φυσικά, σαν μια εσωτερική εξομολόγηση που διατηρεί έναν έντονο λυρισμό.
Η τελευταία αντίθεση «μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί» το κάνει σπαρακτικό αλλά αληθινό. Η γλώσσα λειτουργεί όχι ως στολισμός αλλά ως εργαλείο συνείδησης. Κινείται σε μια αισθητική της αφαίρεσης: χωρίς υπερβολές, χωρίς φωνασκίες, η φωνή του μοιάζει πιο πολύ με ψίθυρο που δεν χρειάζεται ένταση για να γίνει ακουστός. Το ποιητικό του βλέμμα είναι βαθύ, αλλά ποτέ πομπώδες· στοχαστικό, αλλά όχι εγκλωβισμένο στον στοχασμό. Αντιθέτως, παραμένει ανοιχτό στον κόσμο, στην εμπειρία, στο ερώτημα.
«Η μέρα μας έδυσε τόσο απρόσμενα
που δεν προλάβαμε
να δούμε τα υγρά μάτια
της λαβωμένης λιακάδας»
Η «Παράξενη άνοιξη» [Σελίδα 9] είναι ένα ποίημα γεμάτο συμβολισμούς και υπαρξιακή αγωνία, καθώς παρουσιάζει μια εποχή που, αντί να φέρνει αναγέννηση και χαρά, μοιάζει παράδοξα μελαγχολική, ανεκπλήρωτη και σχεδόν βασανιστική.
Η άνοιξη, που παραδοσιακά συμβολίζει την ελπίδα, τη ζωή και την ανανέωση, εδώ παρουσιάζεται πληγωμένη και άτονη. Η μέρα «έδυσε τόσο απρόσμενα», σαν κάτι που χάθηκε πριν προλάβει κανείς να το συνειδητοποιήσει. Ο ήλιος (ή η "λιακάδα") είναι λαβωμένος, θρηνεί σιωπηλά, και αγγίζει με ευλάβεια τα «νεκρά άνθη της άνοιξης», μια συγκλονιστική εικόνα, όπου η ζωή συναντά τον θάνατο μέσα στην ίδια την εποχή της άνθισης.
Στη συνέχεια, η νύχτα έρχεται σαν μια σιωπηλή και ξενιτεμένη πραγματικότητα. Τα άστρα είναι «μέτοικοι», δηλαδή δεν ανήκουν εκεί, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι που βιώνουν αυτή την άνοιξη. Οι νύχτες «βγαίνουν αμίλητες στα μπαλκόνια», σαν να περιμένουν κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Η προσδοκία και η αδράνεια κυριαρχούν.
«Προτροπή ζωής είναι ετούτη
η παράξενη άνοιξη
μας κυνηγάει ο άνεμος
μας κυνηγούν τα ποιήματα
μας κυνηγάει ο καιρός
κι εμείς προσπαθούμε να διαφύγουμε
γεμάτοι φλογερές επιθυμίες»
Η «παράξενη άνοιξη» γίνεται μια προτροπή ζωής, αλλά αντί να την αγκαλιάσουν, οι άνθρωποι μοιάζουν κυνηγημένοι από τον άνεμο, τον χρόνο και την ίδια την ποίηση - σαν να βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα με τον ίδιο τους τον εαυτό. Το πιο δυνατό σημείο του ποιήματος είναι η τελική εικόνα των τραίνων της νύχτας, που είναι "δύσοσμα" και δεν ξεκινούν ποτέ. Αυτή η παράξενη στασιμότητα, η προσμονή μιας διαφυγής που δεν πραγματοποιείται, δημιουργεί μια αίσθηση υπαρξιακής παράλυσης.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι έντονα μεταφορική και ποιητικά πυκνή. Οι εικόνες του είναι σκοτεινές, γεμάτες σιωπηλό σπαραγμό, ενώ η χρήση αντιθέσεων (άνοιξη – νεκρά άνθη, φως – έλασσον φως, προσμονή – ακινησία των τραίνων) ενισχύει τη δραματικότητα. Ο ρυθμός είναι αργός, σχεδόν λυγμικός, ακολουθώντας την αίσθηση μιας εποχής που περνά χωρίς να δικαιώσει τις προσδοκίες της. Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια πιο φωτεινή νότα:
«Λουσμένη μέσ’ στο φως μιας χαραυγής
που αχνοφέγγει στον ορίζοντα
η ομορφιά λάμνει στο μέλλον κι ευωδιάζει.»
Εδώ, για πρώτη φορά, εμφανίζεται μια ελπίδα, μια προοπτική. Παρόλο που η άνοιξη αυτής της στιγμής είναι παράξενη και άγονη, μια άλλη, μακρινή χαραυγή, έρχεται να φέρει φως και αναγέννηση. Το ποίημα είναι βαθύτατα υπαρξιακό και αλληγορικό, αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο που αλλάζει, αλλάζει, αλλά οι άνθρωποι μένουν στάσιμοι, μη μπορώντας να ακολουθήσουν το κάλεσμα της ζωής.
Η απροσδόκητη δύση της μέρας, η μεταμφιεσμένη άνοιξη και η στάσιμη νύχτα συνθέτουν ένα τοπίο γεμάτο αγωνία, προσδοκία και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ίσως το πιο δυνατό στοιχείο του ποιήματος είναι το γεγονός ότι δεν περιγράφει μόνο τη φύση ή τον χρόνο, αλλά τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων που νιώθουν χαμένοι μέσα σε μια εποχή που θα έπρεπε να είναι γεμάτη ζωή. Ένα δυνατό, γεμάτο υπαρξιακή ένταση ποίημα, που αποτυπώνει τη μελαγχολία μιας εποχής που δεν ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις της. Οι τελευταίοι στίχοι αφήνουν ένα αμυδρό φως ελπίδας, αλλά η γενική αίσθηση είναι εκείνη της προσδοκίας μιας αναγέννησης που καθυστερεί.
«Η δικαιοσύνη της νύχτας» [Σελίδα 17] στα «Ενθύμια Κίρκης» είναι ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και στοχαστικό ποίημα, το οποίο διερευνά τις μνήμες, τη μοναξιά και μια αίσθηση μεταφυσικής συμφιλίωσης.
«Μνήμες μ’ αγγίγματα γεμάτα κενό
ανάσες που χάθηκαν με λυγμούς στην ομίχλη·
αν μας μιλούσαν τα άνθη
τα άστρα
τα κύματα
θα μας καλούσαν σε δείπνο
μυστικής συμφιλίωσης»
Το ποίημα διαπνέεται από μια αίσθηση απουσίας και αναπόλησης. Οι «μνήμες» εμφανίζονται ως άυλα αγγίγματα γεμάτα κενό, προϊδεάζοντας για μια εσωτερική σύγκρουση. Τα στοιχεία της φύσης (άνθη, άστρα, κύματα) λειτουργούν ως μυστικοί μάρτυρες ή συνομιλητές, που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια υπερβατική συμφιλίωση.
Η «δικαιοσύνη της νύχτας» φαίνεται να υποδηλώνει ότι στο σκοτάδι οι αλήθειες αποκαλύπτονται, τα προσωπεία πέφτουν, και οι αμαρτίες (ή τα προσωπικά βάρη) γίνονται ορατές. Το «κιβώτιο» που έσπασε μπορεί να συμβολίζει είτε την απελευθέρωση από το παρελθόν είτε την αναπόφευκτη αποκάλυψη όσων κρύβαμε μέσα μας.
[…] «όμορφα λαβωμένοι
θα ξεγυμνώναμε τη μοναξιά μας στον άνεμο
με την παραδοχή πως το κιβώτιο
που φυλάσσαμε τις σεπτές αμαρτίες μας
έσπασε
αναδεικνύοντας θραύσματα
από την δικαιοσύνη της νύχτας.»
Το ποίημα πετυχαίνει να δημιουργήσει μια αίσθηση βαθιάς εσωτερικής περισυλλογής. Η ιδέα της «νυχτερινής δικαιοσύνης» είναι ποιητικά ισχυρή και δίνει την αίσθηση μιας σκοτεινής αλλά αναγκαίας αποκάλυψης. Η γραφή του Τάκη Τσαντήλα παραπέμπει σε μια μοντέρνα, υπαρξιακή ποίηση, με επιρροές τόσο από τον σουρεαλισμό όσο και από την εσωτερική εξομολογητική ποίηση.
«Τίποτα πιο όμορφο απ’ το ποίημα
που μας απεκδύει ανάλαφρα
κι αισθαντικά μας διεγείρει.»
«Σαν άλλοι» [Σελίδα 56] μας λέει στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής ο Τάκης Τσαντήλας εξερευνώντας την απόσταση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν κοντά. Πρόκειται για ένα στοχαστικό και μελαγχολικό ποίημα, γεμάτο υπαινιγμούς για τη μεταμόρφωση των σχέσεων, την αποξένωση και τις ανείπωτες σκέψεις.
«Θα ξανασμίξουμε ίσως
σε κάποια
απ’ τις απρόσμενες μεταβολές του καιρού»
Η βασική θεματική του ποιήματος είναι η μεταβολή στις ανθρώπινες σχέσεις και η αίσθηση της απομάκρυνσης. Ο ποιητής αναρωτιέται αν θα ξανασυναντηθούν με το άλλο πρόσωπο, αλλά τονίζει ότι, ακόμα κι αν αυτό συμβεί, θα είναι "σαν άλλοι", δηλαδή αλλαγμένοι, ξένοι μεταξύ τους. Η μεταβολή του καιρού λειτουργεί συμβολικά, καθώς παραπέμπει στις απρόβλεπτες αλλαγές της ζωής, στις οποίες οι άνθρωποι επανασυνδέονται ή απομακρύνονται από ανάγκη ή συγκυρία.
«από ανάγκη να κατευνάσουμε τη συννεφιά
που μας φράζει την όραση
ή από επιθυμία να διασχίσουμε
παρέα τη νύχτα μας»
Ο ποιητής περιγράφει μια άβολη, σχεδόν άγνωστη συνεύρεση, όπου οι δύο πρώην κοντινοί άνθρωποι νιώθουν παγωμένοι, συστολή και αμηχανία. Η εικόνα της "ακροβασίας στο κενό" είναι εξαιρετικά δυνατή και φανερώνει την εύθραυστη ισορροπία που προσπαθούν να κρατήσουν, χωρίς πραγματική σύνδεση.
«σαν άλλοι ωστόσο
ξένοι κι απόμακροι
ακροβατώντας ασυναίσθητα στο κενό»
Η ποίηση εδώ ταυτίζεται με τις ανείπωτες αλήθειες, με όσα έμειναν κρυφά ή καταπιεσμένα, και ίσως με όσα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί αλλά δεν ειπώθηκαν. Η γλώσσα είναι απλή αλλά βαθιά φορτισμένη. Ο Τάκης Τσαντήλας χρησιμοποιεί μεταφορές και υπαινιγμούς, δημιουργώντας ένα συγκινησιακό φορτίο χωρίς να γίνεται συναισθηματικά υπερβολικός. Οι στίχοι ρέουν φυσικά, με έναν ελεύθερο ρυθμό που μοιάζει να αναπαριστά την ίδια την αμήχανη συνάντηση που περιγράφει.
«Περπάταγα στο πλάι σου κι ένιωθα πάντα άνοιξη
και ευωδιά και ευφροσύνη.»
Το ποίημα τελειώνει με έναν λυρικό επίλογο, όπου η ανάμνηση του παρελθόντος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρόν. Η άνοιξη, η ευωδιά, η ευφροσύνη είναι όλα σύμβολα μιας εποχής που έχει χαθεί, μιας σχέσης που κάποτε έδινε χαρά αλλά τώρα έχει μετατραπεί σε σιωπηλή αποξένωση.
Ένα εξαιρετικά εύστοχο ποίημα στην αποτύπωση της ανθρώπινης αποξένωσης. Η αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος λειτουργεί καταλυτικά, καθώς το τελευταίο δίστιχο φωτίζει ακόμη περισσότερο τη συναισθηματική απώλεια.
«Κοίτα τη νύχτα απόψε
το αεράκι δες που χαϊδεύει απαλά
το στιλπνό πρόσωπό σου
τη μουσική του ποιήματος νιώσε
καθώς σου μιλά
καθώς σε κεντά
καθώς σε αγγίζει
μ’ εκείνο το γνώριμο άγγιγμα
που χαράσσεται μυστικά
στο βαθύτερο μέσα σου.»
Το ποίημα «Σε χρόνο αόριστο» [Σελίδα 6] του Τάκη Τσαντήλα είναι ένα τρυφερό, μουσικό και σχεδόν ερωτικό ποίημα, που περιστρέφεται γύρω από τη μνήμη, την αναμονή και την ανεπίδοτη επικοινωνία.
Η νύχτα, το αεράκι, το άγγιγμα και η μουσική δημιουργούν μια έντονα αισθαντική ατμόσφαιρα, όπου ο ποιητής απευθύνεται σε ένα "εσύ", έναν αγαπημένο παραλήπτη που όμως παραμένει απόμακρος ή απών.
«Το γράμμα μου ψάξε
που σου έστειλα με το κύμα
σε χρόνο αόριστο
και που δεν πήρες ακόμα
γνωρίζοντας ωστόσο καλά,
[…]
πως παραλήπτης του
είσαι μονάχα εσύ.»
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του ποιήματος. Το γράμμα δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο άφιξης, είναι ένα μήνυμα αιωρούμενο στο άχρονο, όπως συχνά συμβαίνει με τα συναισθήματα που δεν βρίσκουν άμεση ανταπόκριση.
«Και που δεν πήρες ακόμα»
Η φράση αυτή υποδηλώνει είτε μια μη ολοκληρωμένη επικοινωνία, είτε μια αναμονή που συνεχίζεται, είτε ίσως το ότι το μήνυμα απλώς δεν έγινε κατανοητό από τον αποδέκτη του.
«Γνωρίζοντας ωστόσο καλά… πως παραλήπτης του είσαι μονάχα εσύ.»
Παρά την αβεβαιότητα, ο ποιητής είναι σίγουρος για το ποιος προορίζεται να το λάβει. Αυτό δημιουργεί μια έντονη προσωπική σύνδεση, αλλά και μια μικρή αίσθηση μελαγχολίας, καθώς δεν είναι βέβαιο αν η άλλη πλευρά ανταποκρίνεται.
Το ποίημα κλείνει με έναν καίριο στοχασμό:
«Δεν αρκεί να υμνείς την ομορφιά
οφείλεις κιόλας να την προσεγγίζεις.»
Αυτή η φράση λειτουργεί ως υπόμνηση και παρότρυνση. Μιλά για την ανάγκη όχι μόνο να θαυμάζουμε εξ αποστάσεως, αλλά και να ερχόμαστε σε πραγματική επαφή με ό,τι μας συγκινεί.
Το ποίημα είναι λεπταίσθητο και μουσικό, με έναν ελεύθερο ρυθμό που θυμίζει ψίθυρο ή μελωδία. Ο ποιητής χρησιμοποιεί αισθητηριακές εικόνες (το αεράκι, το άγγιγμα, η μουσική), δημιουργώντας μια ζωντανή, σχεδόν κινηματογραφική σκηνή. Η χρήση του χρόνου αόριστου δεν είναι τυχαία· δεν αναφέρεται σε κάτι περασμένο, αλλά σε κάτι που αιωρείται στο άχρονο, στο διαρκές και ανεκπλήρωτο.
Η τελευταία φράση είναι ίσως η πιο δυνατή και λειτουργεί ως γενικό σχόλιο για τη ζωή: δεν αρκεί να θαυμάζουμε κάτι από μακριά, πρέπει να τολμάμε να το αγγίζουμε, να το ζούμε.
[...] Δεν έχει αρχή η θύμηση
δεν έχει τέλος η λήθη
βαθιά πολύ μέσα στις φλέβες μας
θ’ ανθίζει πάντα η εξέγερση,
στις πικρές ματαιώσεις μας
η ασύνορη αγκαλιά.
Πέρα απ’ τον προορισμό υπάρχει το ταξίδι
πέρα απ’ το ταξίδι υπάρχει η θέαση.
Μη λησμονείς ποτέ τη θέαση
είναι η πηγή που σε ξεδίψασε
και σε ανύψωσε ψηλά στα σύννεφα
έτσι που να ακούς αισθαντικά βιολιά
ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν.»
Οι «Δέσμες φωτός» [Σελίδα 60] είναι ένα από τα πιο ωραία και βαθυστόχαστα ποιήματα της συλλογής, που μιλά για την εσωτερική επικοινωνία, την αναμονή και την ουσία της επαφής.
Η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα δεν αρνείται το σκοτάδι, αλλά διαρκώς το διαπλέκει με την επιμονή του φωτός. Οι δέσμες φωτός στην ομίχλη δεν καταλύουν την ομίχλη· τη συνυπάρχουν μαζί της, ως μαρτυρία ελπίδας και ομορφιάς εντός της φθοράς.
Το ύφος του δεν επιδιώκει την εντύπωση. Επιλέγει χαμηλότονο, σχεδόν σιωπηλό λεξιλόγιο, μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται υψηλή νοηματοδότηση και υπαρξιακή ωριμότητα. Είναι ποίηση που δεν κραυγάζει την τραγικότητα, αλλά τη μεταβολίζει σε ελπίδα.
Η γλώσσα του είναι καθαρή, χωρίς φορτωμένες εικόνες ή περίτεχνα σχήματα. Οι μεταφορές του λειτουργούν οργανικά και προκύπτουν από το συναίσθημα και τη σκέψη, όχι από στιλιστική επιτήδευση. Η απλότητα του ύφους είναι επίκτητη σοφία, όχι ένδεια.
Κύκνειον ποίημα
Να γράφεις
να εκφράζεσαι
να ποιείς!
Έχοντας κατά νου σου ωστόσο
πως μέσα απ’ αυτές τις εκφραστικές
και γόνιμες στύσεις σου
θα απαντήσεις κάποια στιγμή
και το κύκνειον ποίημα.
Το «κύκνειον ποίημα» [Σελίδα 21] λειτουργεί ως ποιητικό μανιφέστο αλλά και υστερόγραφο της δημιουργικής διαδρομής του Τσαντήλα. Το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στην προτροπή για ποίηση και την αναγνώριση του τέλους της σε κάνει να το διαβάζεις και ως αυτοπαρατήρηση.
Ο Τάκης Τσαντήλας δεν γράφει για να πείσει· γράφει για να ανασύρει. Η ποίησή του, διακριτική και ταυτόχρονα διαπεραστική, πατά σε εκείνη την ευαίσθητη τομή όπου η ύπαρξη συναντά τον χρόνο και χάνεται μέσα του.
Η έννοια του χρόνου αποτελεί έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του έργου του - όχι μόνο ως χρονολογική συνθήκη, αλλά κυρίως ως υπαρξιακή απειλή, ως φθορά, διάσπαση, λήθη.
Η ανθρώπινη εμπειρία στα ποιήματά του παρουσιάζεται συχνά ρευστή, εφήμερη, σχεδόν φαντασματική. Το ερώτημα «υπήρξαμε άραγε ποτέ;», που τίθεται σε ένα χαρακτηριστικό του ποίημα, δεν είναι μια απλή φιλοσοφική σκέψη· είναι η ποιητική του αφετηρία.
Ταυτόχρονα, ο Τσαντήλας δεν εγκλωβίζεται στην παγίδα της μελαγχολίας.
Η ποίησή του διασώζει ένα ύφος σπάνιας ισορροπίας, στο οποίο η σιωπή αποκτά νόημα και η απόγνωση μετατρέπεται σε νηφαλιότητα. Δεν γράφει για να κλείσει τα ερωτήματα, αλλά για να τα ανοίξει με καθαρότητα.
Οι θεματικές του επεκτείνονται πέρα από τον χρόνο και τη μνήμη: η ύπαρξη, η ταυτότητα, η καθημερινότητα ως φιλοσοφική εμπειρία, η αδιόρατη πικρία της ματαίωσης, αλλά και στιγμές βαθιάς ανθρώπινης αλήθειας, συνθέτουν ένα ποιητικό τοπίο υψηλής πνευματικής έντασης και εσωτερικής συνέπειας.
Αν η ποίηση είναι τελικά ένας τρόπος να κρατηθεί κάτι από το φευγαλέο, να αποτυπωθεί το αβέβαιο της ύπαρξης με λέξεις που δεν προδίδουν τη σιωπή, τότε η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα αξίζει να διαβαστεί, όχι βιαστικά αλλά σχεδόν τελετουργικά , σαν μια αθόρυβη, εσωτερική μύηση.
Βάσω Καραγιάννη - Φιλόλογος
04.04.2024
Μια εξαιρετική ποιητική συλλογή που χαρακτηρίζεται κυρίως από βαθιά εσωτερικότητα και νοσταλγία, Λυρική και στοχαστική γλώσσα, Αίσθηση αναπόλησης, αναμονής και προσμονής, Ισχυρή παρουσία της φύσης ως σύμβολο συναισθημάτων, Έντονος διάλογος με την ποίηση ως καταφύγιο και λύτρωση.
Ο Τάκης Τσαντήλας γράφει με βαθιά αίσθηση του ρυθμού, με μια γλώσσα που ισορροπεί ανάμεσα στο στοχαστικό και το συναισθηματικό. Η χρήση αντιθέσεων (φως – σκοτάδι, βράχος – κύμα, πάντα – ποτέ) ενισχύει την ένταση των συναισθημάτων.
[…] «να περιηγηθούμε
για μια ακόμα φορά
στο δάσος των επιθυμιών
και να υποσχεθούμε στα ποιήματα
πως όταν περάσει τούτο το μαύρο σύννεφο
- αν περάσει -
να κρεμαστούμε ευτυχείς απ’ τις λέξεις
αγναντεύοντας στον ορίζοντα
το πιο όμορφο ηλιοβασίλεμα.»
«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα»
Το ποίημα «Ηλιοβασίλεμα σε αναμονή» [Σελίδα 8] είναι συγκινητικό και έντονα υπαρξιακό. Μιλά για την αγωνία της προσμονής, τη μνήμη του πόνου, αλλά και την ποίηση ως μοναδικό καταφύγιο. Είναι από τα πιο μεστά και πολυεπίπεδα ποιήματα της όμορφης αυτής συλλογής.
«Μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί
να ταξιδεύουμε αδιάκοπα στα ποιήματα»
Ο ποιητής αξιοποιεί θαυμάσια τον ελεύθερο στίχο που ρέει φυσικά, σαν μια εσωτερική εξομολόγηση που διατηρεί έναν έντονο λυρισμό.
Η τελευταία αντίθεση «μαζί σου πάντα και ποτέ μαζί» το κάνει σπαρακτικό αλλά αληθινό. Η γλώσσα λειτουργεί όχι ως στολισμός αλλά ως εργαλείο συνείδησης. Κινείται σε μια αισθητική της αφαίρεσης: χωρίς υπερβολές, χωρίς φωνασκίες, η φωνή του μοιάζει πιο πολύ με ψίθυρο που δεν χρειάζεται ένταση για να γίνει ακουστός. Το ποιητικό του βλέμμα είναι βαθύ, αλλά ποτέ πομπώδες· στοχαστικό, αλλά όχι εγκλωβισμένο στον στοχασμό. Αντιθέτως, παραμένει ανοιχτό στον κόσμο, στην εμπειρία, στο ερώτημα.
«Η μέρα μας έδυσε τόσο απρόσμενα
που δεν προλάβαμε
να δούμε τα υγρά μάτια
της λαβωμένης λιακάδας»
Η «Παράξενη άνοιξη» [Σελίδα 9] είναι ένα ποίημα γεμάτο συμβολισμούς και υπαρξιακή αγωνία, καθώς παρουσιάζει μια εποχή που, αντί να φέρνει αναγέννηση και χαρά, μοιάζει παράδοξα μελαγχολική, ανεκπλήρωτη και σχεδόν βασανιστική.
Η άνοιξη, που παραδοσιακά συμβολίζει την ελπίδα, τη ζωή και την ανανέωση, εδώ παρουσιάζεται πληγωμένη και άτονη. Η μέρα «έδυσε τόσο απρόσμενα», σαν κάτι που χάθηκε πριν προλάβει κανείς να το συνειδητοποιήσει. Ο ήλιος (ή η "λιακάδα") είναι λαβωμένος, θρηνεί σιωπηλά, και αγγίζει με ευλάβεια τα «νεκρά άνθη της άνοιξης», μια συγκλονιστική εικόνα, όπου η ζωή συναντά τον θάνατο μέσα στην ίδια την εποχή της άνθισης.
Στη συνέχεια, η νύχτα έρχεται σαν μια σιωπηλή και ξενιτεμένη πραγματικότητα. Τα άστρα είναι «μέτοικοι», δηλαδή δεν ανήκουν εκεί, όπως και οι ίδιοι οι άνθρωποι που βιώνουν αυτή την άνοιξη. Οι νύχτες «βγαίνουν αμίλητες στα μπαλκόνια», σαν να περιμένουν κάτι που δεν έρχεται ποτέ. Η προσδοκία και η αδράνεια κυριαρχούν.
«Προτροπή ζωής είναι ετούτη
η παράξενη άνοιξη
μας κυνηγάει ο άνεμος
μας κυνηγούν τα ποιήματα
μας κυνηγάει ο καιρός
κι εμείς προσπαθούμε να διαφύγουμε
γεμάτοι φλογερές επιθυμίες»
Η «παράξενη άνοιξη» γίνεται μια προτροπή ζωής, αλλά αντί να την αγκαλιάσουν, οι άνθρωποι μοιάζουν κυνηγημένοι από τον άνεμο, τον χρόνο και την ίδια την ποίηση - σαν να βρίσκονται σε έναν διαρκή αγώνα με τον ίδιο τους τον εαυτό. Το πιο δυνατό σημείο του ποιήματος είναι η τελική εικόνα των τραίνων της νύχτας, που είναι "δύσοσμα" και δεν ξεκινούν ποτέ. Αυτή η παράξενη στασιμότητα, η προσμονή μιας διαφυγής που δεν πραγματοποιείται, δημιουργεί μια αίσθηση υπαρξιακής παράλυσης.
Η γλώσσα του ποιήματος είναι έντονα μεταφορική και ποιητικά πυκνή. Οι εικόνες του είναι σκοτεινές, γεμάτες σιωπηλό σπαραγμό, ενώ η χρήση αντιθέσεων (άνοιξη – νεκρά άνθη, φως – έλασσον φως, προσμονή – ακινησία των τραίνων) ενισχύει τη δραματικότητα. Ο ρυθμός είναι αργός, σχεδόν λυγμικός, ακολουθώντας την αίσθηση μιας εποχής που περνά χωρίς να δικαιώσει τις προσδοκίες της. Το ποίημα ολοκληρώνεται με μια πιο φωτεινή νότα:
«Λουσμένη μέσ’ στο φως μιας χαραυγής
που αχνοφέγγει στον ορίζοντα
η ομορφιά λάμνει στο μέλλον κι ευωδιάζει.»
Εδώ, για πρώτη φορά, εμφανίζεται μια ελπίδα, μια προοπτική. Παρόλο που η άνοιξη αυτής της στιγμής είναι παράξενη και άγονη, μια άλλη, μακρινή χαραυγή, έρχεται να φέρει φως και αναγέννηση. Το ποίημα είναι βαθύτατα υπαρξιακό και αλληγορικό, αντικατοπτρίζοντας έναν κόσμο που αλλάζει, αλλάζει, αλλά οι άνθρωποι μένουν στάσιμοι, μη μπορώντας να ακολουθήσουν το κάλεσμα της ζωής.
Η απροσδόκητη δύση της μέρας, η μεταμφιεσμένη άνοιξη και η στάσιμη νύχτα συνθέτουν ένα τοπίο γεμάτο αγωνία, προσδοκία και ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Ίσως το πιο δυνατό στοιχείο του ποιήματος είναι το γεγονός ότι δεν περιγράφει μόνο τη φύση ή τον χρόνο, αλλά τον ίδιο τον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων που νιώθουν χαμένοι μέσα σε μια εποχή που θα έπρεπε να είναι γεμάτη ζωή. Ένα δυνατό, γεμάτο υπαρξιακή ένταση ποίημα, που αποτυπώνει τη μελαγχολία μιας εποχής που δεν ανταποκρίνεται στις υποσχέσεις της. Οι τελευταίοι στίχοι αφήνουν ένα αμυδρό φως ελπίδας, αλλά η γενική αίσθηση είναι εκείνη της προσδοκίας μιας αναγέννησης που καθυστερεί.
«Η δικαιοσύνη της νύχτας» [Σελίδα 17] στα «Ενθύμια Κίρκης» είναι ένα ιδιαίτερα ατμοσφαιρικό και στοχαστικό ποίημα, το οποίο διερευνά τις μνήμες, τη μοναξιά και μια αίσθηση μεταφυσικής συμφιλίωσης.
«Μνήμες μ’ αγγίγματα γεμάτα κενό
ανάσες που χάθηκαν με λυγμούς στην ομίχλη·
αν μας μιλούσαν τα άνθη
τα άστρα
τα κύματα
θα μας καλούσαν σε δείπνο
μυστικής συμφιλίωσης»
Το ποίημα διαπνέεται από μια αίσθηση απουσίας και αναπόλησης. Οι «μνήμες» εμφανίζονται ως άυλα αγγίγματα γεμάτα κενό, προϊδεάζοντας για μια εσωτερική σύγκρουση. Τα στοιχεία της φύσης (άνθη, άστρα, κύματα) λειτουργούν ως μυστικοί μάρτυρες ή συνομιλητές, που θα μπορούσαν να προσφέρουν μια υπερβατική συμφιλίωση.
Η «δικαιοσύνη της νύχτας» φαίνεται να υποδηλώνει ότι στο σκοτάδι οι αλήθειες αποκαλύπτονται, τα προσωπεία πέφτουν, και οι αμαρτίες (ή τα προσωπικά βάρη) γίνονται ορατές. Το «κιβώτιο» που έσπασε μπορεί να συμβολίζει είτε την απελευθέρωση από το παρελθόν είτε την αναπόφευκτη αποκάλυψη όσων κρύβαμε μέσα μας.
[…] «όμορφα λαβωμένοι
θα ξεγυμνώναμε τη μοναξιά μας στον άνεμο
με την παραδοχή πως το κιβώτιο
που φυλάσσαμε τις σεπτές αμαρτίες μας
έσπασε
αναδεικνύοντας θραύσματα
από την δικαιοσύνη της νύχτας.»
Το ποίημα πετυχαίνει να δημιουργήσει μια αίσθηση βαθιάς εσωτερικής περισυλλογής. Η ιδέα της «νυχτερινής δικαιοσύνης» είναι ποιητικά ισχυρή και δίνει την αίσθηση μιας σκοτεινής αλλά αναγκαίας αποκάλυψης. Η γραφή του Τάκη Τσαντήλα παραπέμπει σε μια μοντέρνα, υπαρξιακή ποίηση, με επιρροές τόσο από τον σουρεαλισμό όσο και από την εσωτερική εξομολογητική ποίηση.
«Τίποτα πιο όμορφο απ’ το ποίημα
που μας απεκδύει ανάλαφρα
κι αισθαντικά μας διεγείρει.»
«Σαν άλλοι» [Σελίδα 56] μας λέει στο ομώνυμο ποίημα της συλλογής ο Τάκης Τσαντήλας εξερευνώντας την απόσταση που μπορεί να δημιουργηθεί ανάμεσα σε ανθρώπους που κάποτε υπήρξαν κοντά. Πρόκειται για ένα στοχαστικό και μελαγχολικό ποίημα, γεμάτο υπαινιγμούς για τη μεταμόρφωση των σχέσεων, την αποξένωση και τις ανείπωτες σκέψεις.
«Θα ξανασμίξουμε ίσως
σε κάποια
απ’ τις απρόσμενες μεταβολές του καιρού»
Η βασική θεματική του ποιήματος είναι η μεταβολή στις ανθρώπινες σχέσεις και η αίσθηση της απομάκρυνσης. Ο ποιητής αναρωτιέται αν θα ξανασυναντηθούν με το άλλο πρόσωπο, αλλά τονίζει ότι, ακόμα κι αν αυτό συμβεί, θα είναι "σαν άλλοι", δηλαδή αλλαγμένοι, ξένοι μεταξύ τους. Η μεταβολή του καιρού λειτουργεί συμβολικά, καθώς παραπέμπει στις απρόβλεπτες αλλαγές της ζωής, στις οποίες οι άνθρωποι επανασυνδέονται ή απομακρύνονται από ανάγκη ή συγκυρία.
«από ανάγκη να κατευνάσουμε τη συννεφιά
που μας φράζει την όραση
ή από επιθυμία να διασχίσουμε
παρέα τη νύχτα μας»
Ο ποιητής περιγράφει μια άβολη, σχεδόν άγνωστη συνεύρεση, όπου οι δύο πρώην κοντινοί άνθρωποι νιώθουν παγωμένοι, συστολή και αμηχανία. Η εικόνα της "ακροβασίας στο κενό" είναι εξαιρετικά δυνατή και φανερώνει την εύθραυστη ισορροπία που προσπαθούν να κρατήσουν, χωρίς πραγματική σύνδεση.
«σαν άλλοι ωστόσο
ξένοι κι απόμακροι
ακροβατώντας ασυναίσθητα στο κενό»
Η ποίηση εδώ ταυτίζεται με τις ανείπωτες αλήθειες, με όσα έμειναν κρυφά ή καταπιεσμένα, και ίσως με όσα θα μπορούσαν να είχαν ειπωθεί αλλά δεν ειπώθηκαν. Η γλώσσα είναι απλή αλλά βαθιά φορτισμένη. Ο Τάκης Τσαντήλας χρησιμοποιεί μεταφορές και υπαινιγμούς, δημιουργώντας ένα συγκινησιακό φορτίο χωρίς να γίνεται συναισθηματικά υπερβολικός. Οι στίχοι ρέουν φυσικά, με έναν ελεύθερο ρυθμό που μοιάζει να αναπαριστά την ίδια την αμήχανη συνάντηση που περιγράφει.
«Περπάταγα στο πλάι σου κι ένιωθα πάντα άνοιξη
και ευωδιά και ευφροσύνη.»
Το ποίημα τελειώνει με έναν λυρικό επίλογο, όπου η ανάμνηση του παρελθόντος έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το παρόν. Η άνοιξη, η ευωδιά, η ευφροσύνη είναι όλα σύμβολα μιας εποχής που έχει χαθεί, μιας σχέσης που κάποτε έδινε χαρά αλλά τώρα έχει μετατραπεί σε σιωπηλή αποξένωση.
Ένα εξαιρετικά εύστοχο ποίημα στην αποτύπωση της ανθρώπινης αποξένωσης. Η αντίθεση μεταξύ παρελθόντος και παρόντος λειτουργεί καταλυτικά, καθώς το τελευταίο δίστιχο φωτίζει ακόμη περισσότερο τη συναισθηματική απώλεια.
«Κοίτα τη νύχτα απόψε
το αεράκι δες που χαϊδεύει απαλά
το στιλπνό πρόσωπό σου
τη μουσική του ποιήματος νιώσε
καθώς σου μιλά
καθώς σε κεντά
καθώς σε αγγίζει
μ’ εκείνο το γνώριμο άγγιγμα
που χαράσσεται μυστικά
στο βαθύτερο μέσα σου.»
Το ποίημα «Σε χρόνο αόριστο» [Σελίδα 6] του Τάκη Τσαντήλα είναι ένα τρυφερό, μουσικό και σχεδόν ερωτικό ποίημα, που περιστρέφεται γύρω από τη μνήμη, την αναμονή και την ανεπίδοτη επικοινωνία.
Η νύχτα, το αεράκι, το άγγιγμα και η μουσική δημιουργούν μια έντονα αισθαντική ατμόσφαιρα, όπου ο ποιητής απευθύνεται σε ένα "εσύ", έναν αγαπημένο παραλήπτη που όμως παραμένει απόμακρος ή απών.
«Το γράμμα μου ψάξε
που σου έστειλα με το κύμα
σε χρόνο αόριστο
και που δεν πήρες ακόμα
γνωρίζοντας ωστόσο καλά,
[…]
πως παραλήπτης του
είσαι μονάχα εσύ.»
Εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του ποιήματος. Το γράμμα δεν έχει συγκεκριμένο χρόνο άφιξης, είναι ένα μήνυμα αιωρούμενο στο άχρονο, όπως συχνά συμβαίνει με τα συναισθήματα που δεν βρίσκουν άμεση ανταπόκριση.
«Και που δεν πήρες ακόμα»
Η φράση αυτή υποδηλώνει είτε μια μη ολοκληρωμένη επικοινωνία, είτε μια αναμονή που συνεχίζεται, είτε ίσως το ότι το μήνυμα απλώς δεν έγινε κατανοητό από τον αποδέκτη του.
«Γνωρίζοντας ωστόσο καλά… πως παραλήπτης του είσαι μονάχα εσύ.»
Παρά την αβεβαιότητα, ο ποιητής είναι σίγουρος για το ποιος προορίζεται να το λάβει. Αυτό δημιουργεί μια έντονη προσωπική σύνδεση, αλλά και μια μικρή αίσθηση μελαγχολίας, καθώς δεν είναι βέβαιο αν η άλλη πλευρά ανταποκρίνεται.
Το ποίημα κλείνει με έναν καίριο στοχασμό:
«Δεν αρκεί να υμνείς την ομορφιά
οφείλεις κιόλας να την προσεγγίζεις.»
Αυτή η φράση λειτουργεί ως υπόμνηση και παρότρυνση. Μιλά για την ανάγκη όχι μόνο να θαυμάζουμε εξ αποστάσεως, αλλά και να ερχόμαστε σε πραγματική επαφή με ό,τι μας συγκινεί.
Το ποίημα είναι λεπταίσθητο και μουσικό, με έναν ελεύθερο ρυθμό που θυμίζει ψίθυρο ή μελωδία. Ο ποιητής χρησιμοποιεί αισθητηριακές εικόνες (το αεράκι, το άγγιγμα, η μουσική), δημιουργώντας μια ζωντανή, σχεδόν κινηματογραφική σκηνή. Η χρήση του χρόνου αόριστου δεν είναι τυχαία· δεν αναφέρεται σε κάτι περασμένο, αλλά σε κάτι που αιωρείται στο άχρονο, στο διαρκές και ανεκπλήρωτο.
Η τελευταία φράση είναι ίσως η πιο δυνατή και λειτουργεί ως γενικό σχόλιο για τη ζωή: δεν αρκεί να θαυμάζουμε κάτι από μακριά, πρέπει να τολμάμε να το αγγίζουμε, να το ζούμε.
[...] Δεν έχει αρχή η θύμηση
δεν έχει τέλος η λήθη
βαθιά πολύ μέσα στις φλέβες μας
θ’ ανθίζει πάντα η εξέγερση,
στις πικρές ματαιώσεις μας
η ασύνορη αγκαλιά.
Πέρα απ’ τον προορισμό υπάρχει το ταξίδι
πέρα απ’ το ταξίδι υπάρχει η θέαση.
Μη λησμονείς ποτέ τη θέαση
είναι η πηγή που σε ξεδίψασε
και σε ανύψωσε ψηλά στα σύννεφα
έτσι που να ακούς αισθαντικά βιολιά
ακόμα κι όταν δεν υπάρχουν.»
Οι «Δέσμες φωτός» [Σελίδα 60] είναι ένα από τα πιο ωραία και βαθυστόχαστα ποιήματα της συλλογής, που μιλά για την εσωτερική επικοινωνία, την αναμονή και την ουσία της επαφής.
Η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα δεν αρνείται το σκοτάδι, αλλά διαρκώς το διαπλέκει με την επιμονή του φωτός. Οι δέσμες φωτός στην ομίχλη δεν καταλύουν την ομίχλη· τη συνυπάρχουν μαζί της, ως μαρτυρία ελπίδας και ομορφιάς εντός της φθοράς.
Το ύφος του δεν επιδιώκει την εντύπωση. Επιλέγει χαμηλότονο, σχεδόν σιωπηλό λεξιλόγιο, μέσα από το οποίο αποκαλύπτεται υψηλή νοηματοδότηση και υπαρξιακή ωριμότητα. Είναι ποίηση που δεν κραυγάζει την τραγικότητα, αλλά τη μεταβολίζει σε ελπίδα.
Η γλώσσα του είναι καθαρή, χωρίς φορτωμένες εικόνες ή περίτεχνα σχήματα. Οι μεταφορές του λειτουργούν οργανικά και προκύπτουν από το συναίσθημα και τη σκέψη, όχι από στιλιστική επιτήδευση. Η απλότητα του ύφους είναι επίκτητη σοφία, όχι ένδεια.
Κύκνειον ποίημα
Να γράφεις
να εκφράζεσαι
να ποιείς!
Έχοντας κατά νου σου ωστόσο
πως μέσα απ’ αυτές τις εκφραστικές
και γόνιμες στύσεις σου
θα απαντήσεις κάποια στιγμή
και το κύκνειον ποίημα.
Το «κύκνειον ποίημα» [Σελίδα 21] λειτουργεί ως ποιητικό μανιφέστο αλλά και υστερόγραφο της δημιουργικής διαδρομής του Τσαντήλα. Το εσωτερικό παιχνίδι ανάμεσα στην προτροπή για ποίηση και την αναγνώριση του τέλους της σε κάνει να το διαβάζεις και ως αυτοπαρατήρηση.
Ο Τάκης Τσαντήλας δεν γράφει για να πείσει· γράφει για να ανασύρει. Η ποίησή του, διακριτική και ταυτόχρονα διαπεραστική, πατά σε εκείνη την ευαίσθητη τομή όπου η ύπαρξη συναντά τον χρόνο και χάνεται μέσα του.
Η έννοια του χρόνου αποτελεί έναν από τους κεντρικούς πυλώνες του έργου του - όχι μόνο ως χρονολογική συνθήκη, αλλά κυρίως ως υπαρξιακή απειλή, ως φθορά, διάσπαση, λήθη.
Η ανθρώπινη εμπειρία στα ποιήματά του παρουσιάζεται συχνά ρευστή, εφήμερη, σχεδόν φαντασματική. Το ερώτημα «υπήρξαμε άραγε ποτέ;», που τίθεται σε ένα χαρακτηριστικό του ποίημα, δεν είναι μια απλή φιλοσοφική σκέψη· είναι η ποιητική του αφετηρία.
Ταυτόχρονα, ο Τσαντήλας δεν εγκλωβίζεται στην παγίδα της μελαγχολίας.
Η ποίησή του διασώζει ένα ύφος σπάνιας ισορροπίας, στο οποίο η σιωπή αποκτά νόημα και η απόγνωση μετατρέπεται σε νηφαλιότητα. Δεν γράφει για να κλείσει τα ερωτήματα, αλλά για να τα ανοίξει με καθαρότητα.
Οι θεματικές του επεκτείνονται πέρα από τον χρόνο και τη μνήμη: η ύπαρξη, η ταυτότητα, η καθημερινότητα ως φιλοσοφική εμπειρία, η αδιόρατη πικρία της ματαίωσης, αλλά και στιγμές βαθιάς ανθρώπινης αλήθειας, συνθέτουν ένα ποιητικό τοπίο υψηλής πνευματικής έντασης και εσωτερικής συνέπειας.
Αν η ποίηση είναι τελικά ένας τρόπος να κρατηθεί κάτι από το φευγαλέο, να αποτυπωθεί το αβέβαιο της ύπαρξης με λέξεις που δεν προδίδουν τη σιωπή, τότε η ποίηση του Τάκη Τσαντήλα αξίζει να διαβαστεί, όχι βιαστικά αλλά σχεδόν τελετουργικά , σαν μια αθόρυβη, εσωτερική μύηση.
Βάσω Καραγιάννη - Φιλόλογος
04.04.2024