Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2020

Κριτικό σημείωμα του κ. Πέτρου Αργυρίου από την «Υπερρεαλιστική Ομάδα Θεσσαλονίκης» για την ποιητική συλλογή «Αποτυπώματα στο πουθενά» της Μαρίας Αργυρακοπούλου

Αποτυπώματα στο πουθενά / (ποιητική συλλογή, εκδόσεις Χρόνος, 2019).
Μία ποιητική συλλογή που ξεχειλίζει από ερωτικούς σπασμούς ολότητας κατακερματισμένης στο πανταχού παρών «εγώ» και το απωθημένο «εμείς». Η διαπάλη ατομικότητας και συλλογικότητας δεν μετατρέπεται σε γόρδιο δεσμό της ερωτικής έκφρασης. Αντίθετα, διαμορφώνει το απαραίτητο πεδίο ηδονών όχι αποκλειστικά σαρκικής υφής. Εξάλλου, ο έρωτας με σωματική στόχευση δεν ανταποκρίνεται στο υψηλό κίνητρο ρομαντικής ερμηνείας που αποδίδεται στην ποίηση της Μαρίας Αργυρακοπούλου. Είναι ο έρωτας ως πάθος και ως ενθουσιασμός. Η ίδια η ποίηση μετατρέπεται και αναγνωρίζεται ως Μούσα του εκάστοτε δημιουργού. Η ανοχή ως αποδοχή υποβάλλεται το άτομο υποβάλλει το άτομο στην υλικότητα του ονείρου που συστήνεται απ’ τις αντιθέσεις των αντιθέσεις των αισθημάτων. Αντιθέσεις οι οποίες τοποθετούνται από την αδράνεια στην κίνηση, απ’ την ενέργεια στη σιωπή, απ’ τη χαρά στην απογοήτευση χωρίς ωστόσο ποτέ να απαρνιούνται την ελκτική δύναμη του ονείρου. Ένας τύπος βυθισμένος στην αλήθεια της φύσης, τα συνθετικά υλικά της οποίας βρίσκουν ανταπόκριση στην αλήθεια έκφρασης του χρόνου. «Εκεί που χαράξαμε το παρόν και το μέλλον, ανιχνεύοντας κοχύλια και βότσαλα και που η αύρα της θάλασσας λάξευε τ’ αρχικά μας στην άμμο» (σελ 11).
Ακόμα κι αν οι στιγμές κυλήσουν και χαθούν στο βάθος του ορίζοντα είναι τα στίγματα τα οποία καρφωμένα σε διαστήματα απόστασης απ’ την διάδραση των γεγονότων στη νοσταλγία, καθρεφτίζουν του έρωτος τις εκφάνσεις. «Τη σιωπή μου θα ντυθώ κατάσαρκα/ κι απ’ τα στημένα ερμάρια/που επαναπαύονται/των αγγελιοφόρων τα μαντάτα/ θα δραπετεύσω μιαν άνοιξη/ μακριά απ’ της μέρας το ποδοβολητό» (σελ 13). Αυτή η αναζήτηση της ρωγμής ανεξαρτησίας στο σώμα της αναγκαιότητας είναι η μορφή του προσώπου λαξεμένη στης ίριδας την περιπλάνηση. Το ενδιαφέρον στα ποιητικά δρώμενα αποτυπώνει το ανθρώπινο ενδιαφέρον για την πηγή αποχαλίνωσης των αισθήσεων. «Είμαι άνοιξη και χειμώνας συνάμα/η γύμνια που ενδύεται μονάχα στο σώμα σου/και χωρίς μακιγιάζ/επιμένει να εισπνέει ζωή» (σελ 19).
Είναι η γυναίκα στα υψίπεδα της αφοσίωσης προς τιμήν ενός εμπειρικού σκοπού. Είναι ακόμη η αθωότητα της σκέψης η οποία παρεμβάλλεται ανάμεσα στα «θέλω» και τα «πρέπει». Τα πρώτα, πιέζουν για ικανοποίηση. Ικανοποίηση η οποία απελευθερώνεται στα δώματα της φαντασίας. Τα δεύτερα, επιβαρύνουν δίχως να ματαιώνουν την έλξη καθώς τα ίδια έχουν ενσωματωθεί πλήρως στα κατάστηθα πολύπλευρων εκφράσεων. Ο άνθρωπος ως ζωντανός οργανισμός απομυθοποιημένος στις διαφορετικές του εκδοχές αναπνέει ελεύθερα σε κάθε μεταβολή των δεδομένων χωρίς ποτέ να αμφιβάλλει για την αξία των πραγμάτων. «Αν θες να μάθεις πως αναπνέω/εσένα ρώτα/που με αγγίζεις/ ως φως της αυγής/κι ως υπέρλαμπρος άστρο της νύχτας» (σελ 21). Σώμα-υλικότητα-φύση-έρωτας κατασκευάζουν τον τύπο ελευθερίας της ποιήτριας καθώς «ορθώνεται το σύμπαν εμπρός μου/ως θάλασσα αμόλυντη/και ξελογιάζεται ο νους/από των άστρων το μαγικό αντιφέγγισμα» (σελ 27).
Ο χώρος των συναισθημάτων ως περιήγηση στην επιφάνεια της πραγματικότητας και των περιορισμών που τη συνοδεύουν δίνει απαντήσεις σε μία πανδαισία εικόνων και χρωμάτων τα οποία λειτουργούν ως συνδαιτυμόνες ουτοπίας. Η εξέλιξη των πραγμάτων διαμορφώνει αποστάσεις ανάμεσα στον παρόν και το θάνατο καθώς το δρων υποκείμενο αναγνωρίζει την υπαρξιακή του όψη στη στιγμιαία παρέμβαση διαχρονικοτήτων του έρωτος. Συν το χρόνω οι μνήμες ξεθωριάζουν. Υπονομεύεται ο σκληρός πυρήνας της ηδονικής πρόσληψης και απομένει η αίσθηση των ζώντων προταγμάτων στις αναμνήσεις των προσώπων. «Όπου κι αν γυρίσω το βλέμμα μου/συναντώ την ανάσα σου/να περιφέρεται γυμνή στο στερέωμα» (σελ 37). Η θύμηση επανέρχεται και φωτίζει πτυχές άγνωστες του βίου που έμοιαζαν μέχρι πρότινος περαστικές λεπτομέρειες. Τώρα, εμφανίζει υψόμετρο αξιών στις παραμικρές νησίδες της μοναχικότητας. Μία οπτασία η ζωή, μία ψευδαίσθηση η οποία ενταφιάζει τα μελλούμενα στον αχνό παρελθόντος χρόνου να επιβεβαιώσει τα ίχνη της κατάδυσης στην
πραγματική φύση της ανθρώπινης ύπαρξης. «Στο κουφάρι/της εναπομείνασας ανθρωπιάς/ανάμεσα σ’ ένα άτολμο πλήθος (…)/ εκεί θα με βρεις/να αγωνίζομαι σθεναρά/ως έσχατος στίχος» (σελ 55).
Εν τέλει, ο έρως ως μάχη επιβίωσης και η φαντασία ως το μαγικό φίλτρο αναμνήσεων, εξακολουθούν να διαποτίζουν τον άνθρωπο με το κίνητρο της παρουσίας σε έντονα τραπέζια ηδονών, αισθητικών και πνευματικών.

Πέτρος Αργυρίου

Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό «Εκδοτικά Νέα» της «Υπερρεαλιστικής Ομάδας Θεσσαλονίκης» (Ιανουάριος 2020)