Βικτώρια
Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Δεν έχει τέλμα να βουτήξω το ψωμί μου
Ούτε και τέρμα ν’ αποθέσω τα μπαγκάζια μου
Όλο τ’ αδράζω από τη σκόνη κι αυτά ξανακυλάνε
Μέρα
τη μέρα σε σταθμούς που όλο τρέχουν
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι
_____________________________
μοιάζω να είμαι εγώ σταματημένη,
ονειροπόλα καρτερώντας μια αποβάθρα
Κι εσύ αν είσαι φίλος
κάνε τα μάτια σου πως καθαρίζεις
Όποιος κι αν φεύγει από τους δυο,
αν φεύγει,
είμαστε μόνοι
_____________________________
Τελευταία πρόσκληση
Μην πεις «είναι πολύ αργά»
Είμαι ένας φοίνικας
Αύριο οι στάχτες μου
θα γίνουνε πουλί
Σήμερ’ ακόμα προλαβαίνεις
Σύρε τα πόδια σου
επάνω μου
Ανάδεψε με να σκονίσω
τα παπούτσια σου
Παίξε μαζί μου
Αύριο, τότε το τέλος καταφτάνει
Κάθε
μια
νέα
ζωή
είν’ ένας θάνατος
_______________________________
Ξυπνάω ιδρωμένη
κι εγώ τη μυρωδιά σου έσερνα
βαριά
μέσα
απ’ τη νύχτα
κι
είχα τα χέρια μου κομμένα απ’ τους αγκώνες,
και
μία σίγουρη φωνή•
είχα
κλειδιά
-κλειδιά
να δουν τα μάτια σου-
αλλά
πώς ρίχνονταν λέει σε κείνο το πηγάδι
ρίχνονταν
από ποιόν
τότε
λοιπόν ερχόσουνα
όπως
κανείς γυρνάει καμιά φορά στον εαυτό του
κι
έκανες για ν’ ακούσεις
κι
έλεγες πως θα έχει πάτο αυτή η πτώση-
μα
δεν διακρίναμε•
δεν
μας διακρίναμε από τον πάτο
ζωντανούς
και
τις φωνές μας που ανεβαίναν σκοτωμένες
_________________________________
_________________________________
Ξέρω το πρόσωπό σου
Ξέρω το πρόσωπό σου
Αμίλητη από τη θέση μου βλέπω όλες τις πτυχές σου
Τα λυπημένα μάτια τα μάτια που χαμογελούν
Τις γωνίες που αλλάζουν τις σκιές που πέφτουν και ορθώνονται ξανά
Όπως γυρνάς
Ξέρω το πρόσωπό σου
Δεν έρχεται από τα μάτια αυτή η γνώση
Τα χείλια σου ξέρω
Όπως οι λέξεις έκθαμβες ακουμπάνε πάνω τους
Όπως ρωτάς
Κι ύστερα ανατινάσσονται στον ουρανό
Ξέρω το πρόσωπό σου με τα φώτα κλειστά
Με τα χέρια απλωμένα και
Την ψυχή να ίπταται λίγο πάνω απ’ το στήθος και
Πώς ψηλαφίζονται στον αέρα τα σημάδια σου
Ξέρω
Και τη συνέχεια την ξέρω
Είσαι ο έρωτας
* Η Μαρία θεοφιλάκου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1983. Σπούδασε Μάρκετινγκ και Επιχειρησιακή Έρευνα στην ΑΣΟΕΕ. Συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στην Οικονομική επιστήμη, στο ίδιο πανεπιστήμιο. Το 2010 εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Δωδώνη» η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο «ΑΝ[ΩΝ]ΥΜΑ».